ἀποσύρω
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
[ῡ], tear away, S.Fr.416, EM127.19; φλυκταίνας Philum. Ven.33.3; τὸ -σεσυρμένον torn flesh, Gal.13.457, cf. Orib.44.18.2 (Pass.); τὰς ἐπάλξεις Th.7.43; but τοὺς πολεμίους (sc. ἀπὸ τοῦ τείχους) Plb.10.15.1; lay bare, strip, μέτωπον ἐς ὀστέον Theoc.22.105, τὴν ἐπιπολῆς γῆν Plb.34.10.10; skim off, τὸ πιμελῶδες Sor.2.13.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
1 separar, arrancar τὰς ἐπάλξεις Th.7.43, D.S.20.48, cf. S.Fr.416 (var.), Polyaen.Exc.2.22.1, EM 127.19G.
•part. perf. pas. subst. τὸ ἀποσεσυρμένον la carne arrancada Orib.44.15.2
•fig. alejar τοὺς πολεμίους de las murallas, Plb.10.15.1.
2 desgarrar, abrir μέτωπον ἐς ὀστέον Theoc.22.105, τὴν ἐπιπολῆς γῆν Plb.34.10.10, Str.4.6.12
•sajar unas fístulas, Philum.Ven.33.2.
German (Pape)
[Seite 328] abziehen, abreißen, ἀπέσυρε Theocr. 42, 105; übh. wegschaffen, τὰς ἐπάλξεις Thuc. 7, 43; τὴν ἐπιπολῆς γῆν Pol. 34, 10, 10; τοὺς πολεμίους 10, 15, 1.
French (Bailly abrégé)
enlever en rasant, raser (une palissade).
Étymologie: ἀπό, σύρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσύρω: (ῡ)
1 срывать (τὰς ἐπάλξεις Thuc.);
2 раздирать (μέτωπον ἐς ὀστέον Theocr.);
3 разрывать, выравнивать (τὴν ἐπιπολῆς γῆν Polyb.);
4 сметать, прогонять (τοὺς πολεμίους Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσύρω: [ῡ]: μέλλ. σῠρῶ: ― ἀποσπῶ, Φερεκύδ. 57, Σοφ. Ἀποσπ. 365, τὰς ἐπάλξεις Θουκ. 7. 43· ἐκδέρω, «γδέρνω», μέτωπον ἐς ὀστέον Θεόκρ. 22.105· σκάπτω, ἀφαιρῶ, τὴν ἐπιπολῆς γῆν Στράβ. 208.
Greek Monolingual
κ. σέρνω (AM ἀποσύρω)
νεοελλ.
1. σύρω προς τα πίσω, απομακρύνω, αποτραβώ
2. σέρνω, τραβώ προς τα έξω
3. παίρνω πίσω αυτό που έχω καταθέσει (χρήματα, αγωγή, μήνυση κ.λπ.)
απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποτραβιέμαι, παραιτούμαι
αρχ.
αποσπώ, απογυμνώνω.
Greek Monotonic
ἀποσύρω: [ῡ], μέλ. -σῠρῶ·
I. αποσπώ, αποσχίζω, σε Θουκ.
II. γδέρνω, σε Θεόκρ.