μαλακότης
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A softness, opp. σκληρότης, Pl.R. 523e, Tht.186b, Arist.Mete.382a9, al.; ἡ μ. ὕπνος Herod.6.71; μ. ἱματίων D.L.5.67: in plural, Pl.Cra.432b.
2 of climate, mildness, Thphr. HP 3.5.4.
II weakness, effeminacy, Plu.Oth.9.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
mollesse ; au mor. faiblesse.
Étymologie: μαλακός.
German (Pape)
ητος, ἡ, Weichheit, im Gegensatz von σκληρότης, Plat. Rep. VII.523e, im plur., Crat. 432b und A.; Weichlichkeit, Plut. Oth. 9.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκότης: ητος ἡ
1 мягкость Plat., Arst.;
2 изнеженность, вялость, слабость, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία, ἰδιότης τοῦ μαλακοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκληρότης, Πλάτ. Πολ. 523Ε, Θεαίτ. 186Β, Ἀριστ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Κρατ. 432Β. ΙΙ. ἀδυναμία, ἀσθένεια, ἐκθήλυνσις, Πλουτ. Ὄθων 9.
Greek Monotonic
μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία·
I. απαλότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. αδυναμία, εκθήλυνση, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μᾰλᾰκότης, ητος, ἡ, [from μᾰλᾰκός] = μαλακία
I. softness, Plat., etc.
II. weakness, effeminacy, Plut.