μαγάδιον
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
τό, Dim. of μαγάς, BGU1125.21 (i B.C.), Ptol.Harm.1.8,3.1, v.l. in Luc.DDeor.7.4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de μαγάς ou de μάγαδις.
German (Pape)
τό, dim. von μαγάς, kleiner Steg, Luc. D.D. 7.4, l.d.
Russian (Dvoretsky)
μᾰγάδιον: (γᾰ) τό муз. кобылка, подставка для струн Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μαγάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μαγάς, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 4 κοινῶς μαγάδα.
Greek Monolingual
μαγάδιον, τὸ (Α) μαγάς
μικρό τεμάχιο από ξύλο που υποβάσταζε τις χορδές τών μουσικών οργάνων.
Greek Monotonic
μαγάδιον: τό, υποκορ. του μαγάς, σε Λουκ.