γναφεύς
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (Strong)
by variation for a derivative from knapto (to tease cloth); a cloth-dresser: fuller.
English (Thayer)
γναφέως, ὁ (also (earlier) κναφεύς, from γνάπτω or κνάπτω to card), a fuller: Herodotus, Xenophon, and following; the Sept. 2 Kings 18:17.)
French (Bailly abrégé)
c. κναφεύς.
French (New Testament)
qui nettoie les vêtements
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γναφεύς -έως, ὁ volder, wolkammer, zie ook κναφεύς.
Greek Monolingual
και γναφιάς, ο (AM γναφεύς, Α και κναφεύς) κνάφος
1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης
2. αυτός που κατεργάζεται μαλλί
αρχ.
ονομασία ψαριού.
Chinese
原文音譯:gnafeÚj 格那肺士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:梳毛(者)
字義溯源:漂布者,整理布料者;源自(Κλωπᾶς)X*=梳理布)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 漂布的(1) 可9:3
German (Pape)
weichere Form für κναφεύς.