ἀποπλανάω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
fut. -ήσω, A lead astray, make to digress, λόγον Hp. Art.34, Luc.Anach.21; ἀ. τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως Aeschin.3.176:— Pass., wander away from, τῆς ὑποθέσεως Isoc.7.77: abs., of leaderless wasps, Arist.HA554b23; wander from the truth, Alex.Aphr. in Metaph.139.12, Chrysipp.Stoic.3.33. II distribute, in Pass., ἀποπλανᾶται ἐς πάντα αἷμα καὶ πνεῦμα Hp.Alim.33. III metaph., seduce, beguile, τοὺς ἐκλεκτούς Ev.Marc.13.22.
Spanish (DGE)
I intr.
1 ref. a discursos salirse, desviarse c. gen. ἀποπλανᾶν τοῦ λόγου caer en divagaciones Hp.Art.34
•en v. med.-pas. mismo sent. δέδοικα μὴ ... τῆς ὑποθέσεως ἀποπλανηθῶ Isoc.7.77
•divagar ἄλλως ἀποπλανώμενοι Chrysipp.Stoic.3.33, cf. Plu.2.770b, ὁ νοῦς ἀποπλανώμενος εἰς εὐεπείας λόγων Pl.Ax.369d.
2 sólo en v. med.-pas. c. gen. de pers. o abstr. desviarse, separarse, extraviarse de ἀπὸ τοῦ θεοῦ Herm.Sim.6.3.3, ἀποπλανηθεῖσα τῶν ἑμαυτῆς habiéndome separado de los míos (a causa del gentío), X.Eph.5.7.7, χοίρου ὑὸς ἀποπλανηθείσης τῆς θυγατρός habiéndosele escapado una cerdita a mi hija, SB 7464.6 (III d.C.), ἀπὸ τῆς ἀληθείας D.H.Comp.4.18, ἀπὸ τῆς πίστεως 1Ep.Ti.6.10, cf. Herm.Mand.10.1.5
•c. dat. instrum. ταῖς διανοίαις LXX 2Ma.2.2
•abs. ir errante o a la deriva, vagar las avispas sin jefe, Arist.HA 554b23, cf. Plu.2.962e
•extraviarse LXX Si.4.19, 13.8
•fig. errar, equivocarse ἐκεῖνοι δ' ἀποπεπλάνηνται aquellos están en el error Arr.Epict.4.6.38
•neutr. plu. subst. τὰ ἀποπεπλανημένα los errores Polyc.Sm.Ep.6.1.3 sólo en v. med.-pas., c. prep. y ac. pasar, distribuirse ἐς πάντα αἷμα καὶ πνεῦμα Hp.Alim.31.
II tr.
1 alejar, desviar, distraer ἵνα δὲ μὴ ἀποπλανῶ ὑμᾶς ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως para no distraeros del tema Aeschin.3.176, cf. Plb.3.57.4, ἀποπλανᾶν ... τὸν λόγον desviar el tema Luc.Anach.21
•fig. desviar, despistar, extraviar, inducir a error αὐτὸν πολλῇ ὁμιλίᾳ LXX Pr.7.21, cf. Si.13.6, 2Pa.21.11, τοὺς ἐκλεκτούς Eu.Marc.13.22, cf. Polyc.Sm.Ep.6.3.
2 desplegar ἡ δὲ ἑτέρη (φλέψ) ... πολλὰς ἀπεπλάνησε φλέβας Hp.Oss.18.
German (Pape)
[Seite 319] dasselbe, abführen, τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως Aesch. 3, 176; Pol. 3, 57, 4; τὸν λόγον Luc. Gymn. 21; pass., abirren, abkommen, δέδοικα, μὴ πόῤῥω λίαν τῆς ὑπ οθέσεως ἀποπλανηθῶ Isocr. 7, 77; τοῦ λόγου Luc. Necyom. 19; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
égarer, écarter de : τινα ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως ESCHN écarter qqn du sujet;
Moy. ἀποπλανάομαι, ἀποπλανῶμαι s'écarter de, gén..
Étymologie: ἀπό, πλανάω.
French (New Testament)
conduire à l'égarement, séduire ; s'égarer, être dans l'erreur
Russian (Dvoretsky)
ἀποπλᾰνάω:
1 уводить в сторону, отклонять (τινα ἀπὸ τῆς ὑποθεσεως Aeschin., Polyb.; λόγον Luc.);
2 med.-pass. уходить или улетать далеко (σφῆκες ἀποπλανῶνται Arst.; μακράν Plut.); перен. уходить в сторону, отклоняться (τοῦ ὑποθέσεως Isocr.; τοῦ λόγου Luc.; τῶν πραγμάτων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπλᾰνάω: μέλλ. -ήσω, = τῷ προηγ., ἀποπλανῶ, ἐκτρέπω τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ἀπομακρύνω τοῦ προκειμένου, ἀλλ’ οὐ βούλομαι ἀποπλανᾶν τὸν λόγον (ἀποπλανεῖν, Kühn) Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 800· ἀπ. τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως Αἰσχίν. 79. 6: - Παθ., πλανῶμαι μακράν, δέδοικα μὴ πόρρω λίαν τῆς ὑποθέσεως ἀποπλανηθῶ Ἰσοκρ. 155D· ἀπολ., πλανῶμαι μακρὰν τῆς πατρίδος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5.23, 1, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1048Α. ΙΙ. μεταφ., ἐξαπατῶ, «καὶ δώσουσι σημεῖα καὶ τέρατα πρὸς τὸ ἀποπλανᾶν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς» Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιγ΄, 22.
English (Strong)
from ἀπό and πλανάω; to lead astray (figuratively); passively, to stray (from truth): err, seduce.
English (Thayer)
ἀποπλάνω; 1st aorist passive ἀπεπλανήθην; to cause to go astray, tropically, to lead away from the truth to error: τινα, to go astray, stray away from: ἀπό τῆς πίστεως, Hippocrates); Plato, Ax., p. 369d.; Polybius 3,57, 4; Dionysius Halicarnassus, Plutarch, others.)
Greek Monotonic
ἀποπλᾰνάω: μέλ. -ήσω, = το προηγ., εκτρέπω κάποιον από το δρόμο του, σε Αισχίν.· μεταφ., εξαπατώ, παραπλανώ, τινά, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
= ἀποπλάζω
to lead astray, Aeschin.; metaph. to seduce, beguile, τινά NTest.
Chinese
原文音譯:¢poplan£w 阿坡-普拉那哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:從-離正道 相當於: (נָדַח) (נָטָה / מָנׄול) (תָּעָה)
字義溯源:使入迷途,領錯路,引入歧途,迷惑,引誘;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從)與(πλανάω)=迷惑)組成;其中 (πλανάω)出自(πλάνη)=錯謬),而 (πλάνη)出自(πλάνος)*=漂泊)。這字(ἀποπλανάω))是由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω))與(πλανάω))組合而成。在( 可13:22)用的是(ἀποπλανάω)=迷惑),而在( 太24:24)相類似的經文中,卻用(πλανάω)=迷惑)。這一比較,可領會字義的廣泛,以及用字的巧妙
出現次數:總共(2);可(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 就被引誘(1) 提前6:10;
2) 迷惑了(1) 可13:22