διακλίνω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
[ῑ]
A turn away, retreat from, τῆς ἀγορᾶς Plb.11.9.8; ἀπό τινος Id.6.41.11.
2 c. acc., evade, shun, Id.35.4.6; φίλημα Plu. Alex.54.
3 bend, πῆχυν Philostr.Im.2.18.
Spanish (DGE)
I desviarse, alejarse de ἀπὸ τῶν πυλῶν Plb.6.41.11, τῆς ἀγορᾶς Plb.11.9.8.
II tr.
1 evitar, esquivar τὴν φυγήν Plb.11.15.5, τὴν ἀπάντησιν Plb.38.11.3, τὰς καταγραφάς Plb.35.4.6, τὴν ὀξεῖαν καὶ ἐλαφρὰν κίνησιν πρὸς τὸ διακλῖναι D.Chr.2.61, τὸ φίλημα Chares 14a, c. inf. κατὰ στόμα μὲν παρατάττεσθαι διέκλινον evitaban tener un encuentro frontal D.S.11.77.
2 doblar πῆχυν Philostr.Im.2.18.
German (Pape)
[Seite 582] (s. κλίνω), 1) ausweichen, vermelden, τὰς καταγραφάς Pol. 35, 4; τὸ φἰλημα Plut. Alex. 54. – 2) absol., Pol. 7, 11; τῆς ἀγορᾶς, vom Markt abgehen, 11, 9; auch ἀπὸ τῶν πυλῶν, 6, 41.
French (Bailly abrégé)
1 se détourner de, s'éloigner de;
2 fig. esquiver, échapper à, acc..
Étymologie: διά, κλίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κλίνω vermijden.
Russian (Dvoretsky)
διακλίνω: (ῑ)
1 отклоняться в сторону, уходить (τινός и ἀπό τινος Polyb.);
2 отклоняться, уклоняться, избегать (τι Polyb., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διακλίνω: ἀπομακρύνομαι, ἀποχωρῶ ἀπό, τῆς ἀγορᾶς Πολύβ. 11. 9, 8· ἀπό τινος ὁ αὐτ. 6. 41, 11. 2) μετ’ αἰτιατ., ἀποκλίνω, ἀποφεύγω, ὁ αὐτ. 35. 4, 6.
Greek Monolingual
διακλίνω (AM)
μσν.
κάνω κάποιον να διατεθεί ευνοϊκά απέναντι μου
αρχ.
1. αποχωρώ, απομακρύνομαι
2. αποφεύγω.
Greek Monotonic
διακλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, στρέφομαι μακριά, υποχωρώ, σε Πολύβ.