κατάρτισις

From LSJ
Revision as of 20:05, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}")

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρτῐσις Medium diacritics: κατάρτισις Low diacritics: κατάρτισις Capitals: ΚΑΤΑΡΤΙΣΙΣ
Transliteration A: katártisis Transliteration B: katartisis Transliteration C: katartisis Beta Code: kata/rtisis

English (LSJ)

εως, ἡ, A restoration, 2 Ep.Cor.13.9. II training, discipline, Plu.Alex.7. III = καταρτισμός ΙΙ, Paul.Aeg.6.99.

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, das Einrichten, Zurechtmachen, Wiederherstellen, καὶ παιδεία Plut. Them. 2, vgl. Alex. 7.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
bonne direction;
NT: préparation ; perfectionnement.
Étymologie: καταρτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάρτισις -εως, ἡ [καταρτίζω] opleiding; verbetering.

Russian (Dvoretsky)

κατάρτῐσις: εως ἡ
1 руководство, управление, воспитание (κ. καὶ παιδεία Plut.);
2 исправление, усовершенствование, совершенствование NT.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρτῐσις: -εως, ἡ, ἐπανόρθωσις, Β’ Ἐπιστ. π. Κορ. ιγ΄, 9. ΙΙ. γύμνασις ἵππων, Πλουτ. Θεμιστ. 2 (ἀλλ. κατάρτυσιςπαίδευσις, παιδεία, ἀγωγή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 7.

English (Strong)

from καταρτίζω; thorough equipment (subjectively): perfection.

English (Thayer)

καταρτισεως, ἡ (καταρτίζω, which see), a strengthening, perfecting, of the soul (Vulg. consummatio): a training, disciplining, instructing, Plutarch, Themistius, 2,7 (variant); Alex. 7,1.)

Greek Monotonic

κατάρτῐσις: -εως, ἡ,
I. επανόρθωση, σε Καινή Διαθήκη
II. εκπαίδευση, αγωγή, πειθαρχία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κατάρτῐσις, εως [from καταρτίζω
I. restoration, NTest.
II. a training, education, discipline, Plut.

Chinese

原文音譯:kat£rtisij 卡特-阿而提西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-裝備(著)
字義溯源:完全裝備,完全;源自(καταρτίζω)=徹底完成);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἄρτιος)=完備的)組成;其中 (ἄρτιος)出自(ἄρτι)=現在),而 (ἄρτι)出自(αἴρω)*=懸掛)
同源字:1) (ἄρτιος)新到的,完備的 2) (καταρτίζω)徹底完成 3) (κατάρτισις)完全裝備比較: (τελείως)=完全地
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 完全(1) 林後13:9