διασκεδάννυμι

From LSJ
Revision as of 19:17, 22 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " fut.<br><span class="bld">A</span> " to " <br><span class="bld">A</span>fut. ")

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεδάννῡμι Medium diacritics: διασκεδάννυμι Low diacritics: διασκεδάννυμι Capitals: ΔΙΑΣΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: diaskedánnymi Transliteration B: diaskedannymi Transliteration C: diaskedannymi Beta Code: diaskeda/nnumi

English (LSJ)

Att.
Afut. διασκεδῶ S.Ant.287, Ar.V.229, etc.:— scatter abroad, scatter to the winds, δούρατα Od.5.370; τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν 17.244; γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν S. l. c.; τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν Id.OC620; διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Anaxandr.58; of the wind, διεσκέδασεν αὐτὰ (sc. ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῇ Th.1.54: metaph., BGU1253.12 (ii B.C.):—Pass., Eus.Mynd.63.
2 in Hdt., τὸν στρατὸν διεσκέδασε disbanded it, 1.77, cf. 79:—Pass., 1.63, 5.15, Th.3.98, D.C. 47.38; δ. κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι Hdt.8.57 (but also of an enemy, scatter, 8.68.β).
3 disperse the soul, when it leaves the body, Pl.Phd.77e, cf. 70a, 78b.
4 in Pass., διασκεδάννυμαι, of reports, to be spread abroad, Hdn.7.6.9.
5 reject, βουλήν LXX 3 Ki.12.24.

Spanish (DGE)

• Morfología: sólo pres., para otros temas v. διασκίδνημι
I tr.
1 c. ac. de abstr. disipar, hacer desaparecerἄνεμος αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ... ἐκ τοῦ σώματος διαφυσᾷ καὶ διασκεδάννυσιν Pl.Phd.77e.
2 difundir en v. pas. διασκεδάννυταί τε ὑπ' αὐτῶν φήμη ὡς ... Hdn.7.6.9.
II intr., en v. med.-pas. dispersarse διασκεδαννύαται ἄλλοι ἄλλοσε Eus.Mynd.63, (ἡ θερμότης) διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν ἄνω τόπον Arist.Mete.346b27.

German (Pape)

[Seite 602] (s. σκεδάννἁμι). zerstreuen, auseinander werfen; Hom. einige Male im aorist. 1. activ.: Odyss. 5, 369. 370 ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠίων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ, ἃς τῆς (σχεδίης) δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρὈδυσσεύς κτἑ.; 7, 275 τὴν (σχεδίην) μὲν ἔπειτα θύελλα διεσκέδασ'· αὐτὰρ ἔγωγε κτἑ.; 17, 244 τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν άπάσας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, er wird dir die Hoffahrt vertreiben. – Thucyd. 1, 54 ἀνέμου ὃς διεσκὲδασεν αὐτὰ (τά τε ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῆ; τὸν στρατόν, das Heer aus einander gehen lassen, Her. 1, 77; vgl. 8, 57; τὼ κάδω διασκεδῶ, fut., zerschmettern, Ar. Av. 1053; wie διασκεδᾶτε τὸ νέφος ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr. Ath. I, 34 d; τὴν ψυχήν, Plat. Phaed. 77 d; übh. = vernichten; γῆν καὶ νόμους Soph. Ant. 287; pass., διασκεδάννυται ἡ φήμη, es verbreitet sich das Gerücht, Hdn. 7, 6, 21; so auch ψυχὴ ὥσπερ πνεῦμα διασκεδασθεῖσα, Plat. Phaed. 70 a.

French (Bailly abrégé)

f. διασκεδῶ, ao. διεσκέδασα, etc.
1 disperser de côté et d'autre ; particul. licencier une armée ; Pass. se disperser;
2 séparer, détacher;
3 disjoindre, détruire : νῆα OD un navire ; fig. γῆν καὶ νόμους SOPH ruiner sa patrie et ses lois.
Étymologie: διά, σκεδάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σκεδάννυμι, διασκεδάζω en διασκίδνημι verstrooien, verspreiden, uiteendrijven:; ὃς γενόμενος τῆς νυκτὸς διεσκέδασεν αὐτὰ πανταχῇ (de wind) die’s nachts was opgestoken en ze (de brokstukken en de lijken) in alle richtingen had verstrooid Thuc. 1.54.1; ontbinden (het eigen leger); pass. intrans. uiteengaan, zich verspreiden. stukslaan, vernietigen:; σχεδίην een vlot Od. 7.275; overdr.: δ. τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα de huidige vriendschappelijke band teniet doen Soph. OC 620.

Russian (Dvoretsky)

διασκεδάννῡμι: (fut. διασκεδῶ, aor. διεσκέδασα)
1 разбрасывать, раскидывать, рассеивать (ναυάγια Thuc.; ὁ ἄνεμος διασκεδάννυσίν τι Plat.; ἡ θερμότης διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν ἄνω τόπον Arst.);
2 разгонять (ἄλλυδις ἄλλῃ Hom.; sc. πολεμίους Plut.);
3 распускать (στρατόν Her.);
4 разбивать, разрушать (σχεδίην Hom.);
5 уничтожать (γῆν καὶ νόμους Soph.).

Greek Monotonic

διασκεδάννῡμι: μέλ. Αττ. -σκεδῶ, αόρ. αʹ -εσκέδᾰσα, γʹ ενικ. ευκτ. -σκεδασεῖεν·
I. διασκορπίζω μακριά, στους ανέμους, διασπείρω, διαχέω, Λατ. dissipare, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
2. αποδεκατίζω, διαλύω μια στρατιά, σε Ηρόδ. — Παθ., διασκορπίζομαι, μτχ. αορ. αʹ και μτχ. παρακ., διασκεδασθέντες, διεσκεδασμένοι, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

διασκεδάννῡμι: μέλλ. Ἀττ. -σκεδῶ Σοφ. Ἀντ. 287, Ἀριστοφ. Σφηξ. 229· (ἴδε σκεδάννυμι). Διασκορπίζω, μακράν, ῥίπτω εἰς τοὺς ἀνέμους δούρατα μακρὰ διεσκέδασ᾿ ἄλλυδις ἄλλῃ Ὀδ. Ε. 369· τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν Ρ. 244· γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν Σοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 619· διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Ἀναξανδρ. Ἀδήλ. 6· ὲπὶ τοῦ ἀνέμου, διεσκέδασεν αὐτὰ (τὰ ναυάγια) πανταχῆ Θουκ. 1. 54. 2) παρ᾿ Ἡροδ., τὸν στρατὸν διεσκέδασε, διέλυσε, 1. 77, πρβλ. 79., 8. 68· καὶ ἐν τῷ παθ., διεσκεδασμένοι 1. 63· διασκεδασθέντες 5. 15, πρβλ. 8. 57. 3) ἐξαφανίζω [τὴν ψυχήν, ἀφοῦ ἀφήσῃ τὸ σῶμα], Πλάτ. Φαίδωνι 77Β, πρβλ. 70Α, 78Β. 4) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ φημῶν, διαδίδομαι, Ἡρῳδιαν. 7. 6.

Middle Liddell

fut. Attic -σκεδῶ aor1 -εσκέδᾰσα 3rd sg. opt. -σκεδασεῖεν
1. to scatter abroad, scatter to the winds, disperse, Lat. dissipare, Od., Soph.
2. to disband an army, Hdt.: Pass. to be dispersed, aor. 1 and perf. part. διασκεδασθέντες, διεσκεδασμένοι Hdt.