κοσμοποιός
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
κοσμοποιόν, creating the world, Placit.1.25.3, Dam.Pr.309, al.; θεός Theol.Ar.43: Subst. -ποιός, ὁ, creator, Ph.1.2.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui crée le monde.
Étymologie: κόσμος, ποιέω.
German (Pape)
die Welt machend, erschaffend; Plut. plac.phil. 1.25; Philo.
Russian (Dvoretsky)
κοσμοποιός: творящий вселенную, созидающий мир (ἀνάγκη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τὸν κόσμον, Παρμενίδ. παρὰ Πλουτ. 2. 884Ε.
Greek Monolingual
κοσμοποιός, -oν (ΑM)
αυτός που δημιουργεί τον κόσμο («κοσμοποιὸς Θεός», Θεολ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κοσμοποιός
ο πλάστης του κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ζωοποιός, θεοποιός.