δυσφροσύνη
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ἡ, anxiety, care, Hes. Th.528, Simon.86 (both times in Ep. gen. pl. δυσφροσυνάων): pl., E.Tr.597 (lyr.), Ph.2.75.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Morfología: [plu. gen. -έων Hes.Th.102, -άων Hes.Th.528, Simon.73D.; dat. -αισι E.Tr.597]
1 pena, aflicción εἰ γάρ τις καὶ πένθος ἔχων ... δυσφροσυνέων ἐπιλήθεται Hes.Th.102, Ἡρακλέης ... ἐλύσατο δυσφροσυνάων Héracles lo liberó de sus penas a Prometeo, Hes.Th.528, οὐδ' ἂν δυσφροσύνας ... θνητὸς ἀνὴρ ... προφύγοι Thgn.1189, οἶνον ἀμύντορα δυσφροσυνά<ω>ν vino que ahuyenta las penas Simon.l.c., op. εὐφροσύνη Hp.Morb.Sacr.14, Chrysipp.Stoic.3.19, τὰς δυσφροσύνας ἐκποδὼν ποιησάμενοι Ph.2.75.
2 irritación, indignación c. gen. subjet. οἰχομένας πόλεως ... δυσφροσύναισι θεῶν E.l.c.
German (Pape)
[Seite 690] ἡ, Mißmuth, Kummer; Hes. Th. 528, im plur.; vgl. Simonid. Ath. X, 447 a.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chagrin, inquiétude.
Étymologie: δύσφρων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσφροσύνη -ης, ἡ [δύσφρων] plur. zorgen.
Russian (Dvoretsky)
δυσφροσύνη: ἡ огорчение, печаль Hes.
Greek Monolingual
δυσφροσύνη, η (Α)
η δυσφρόνη.
Greek Monotonic
δυσφροσύνη: ἡ, στενοχώρια, μέριμνα, φροντίδα, σε Ησίοδ.· Επικ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφροσύνη: ἡ, στενοχωρία, μέριμνα, φροντίς, Ἡσ. Θ. 528, Σιμων. παρ’ Ἀθην. 447Α, - ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατὰ Ἐπ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.
Middle Liddell
δυσφροσύνη, ἡ,
anxiety, care, Hes., in epic gen. pl. δυσφροσυνάων. [from δύσφρων