ἔφαλος

From LSJ
Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔφᾰλος Medium diacritics: ἔφαλος Low diacritics: έφαλος Capitals: ΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: éphalos Transliteration B: ephalos Transliteration C: efalos Beta Code: e)/falos

English (LSJ)

ἔφαλον, (ἅλς B) on the sea, of seaports, Κήρινθόν τ' ἔφαλον Il.2.538, cf. 584, S.Aj.190 (lyr.); οἰκία Philostr.Im.1.12; ἡ ἔ. (sc. γῆ) the coast, Luc.Am.7.

German (Pape)

[Seite 1112] am Meere, am Meeresufer gelegen; von Städten, Il. 2, 538. 584; κλισίαι Soph. Ai. 190; ἡ ἔφαλος, sc. γῆ, die Küste, Luc. Amor. 7; – auf dem Meere, ναῦς, Meerschiff, Posidipp. bei Ath. XIII, 596 f.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé près de la mer, maritime.
Étymologie: ἐπί, ἅλς¹.

Russian (Dvoretsky)

ἔφᾰλος: [ἅλς I]
1 приморский (πτολίεθρον Hom.);
2 находящийся на берегу моря (κλισίαι Soph.).
II ἡ (sc. γῆ) берег, побережье, взморье Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἔφᾰλος: -ον, (ἅλς) ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν κείμενος, παράλιος, ἐπὶ λιμένων. Κήρινθόν τ’ ἔφαλον Ἰλ. Β. 538, πρβλ. 584, Σοφ. Αἴ. 192· ἡ ἔφ. (δηλ. γῆ), ἡ παραλία, Λουκ. Ἔρωτ. 7. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D.

English (Autenrieth)

(ἅλς): situated on the sea, epithet of maritime cities, Il. 2.538, 584. (Il.)

Greek Monolingual

ἔφαλος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, ο παράλιος (α. «Κήρινθόν τ' ἔφαλον», Ομ. Ιλ.
β. «ἔφαλος οἰκία», Φιλόστρ.)
2. το θηλ. ως ουσ.ἔφαλος (ενν. γῆ)
η παραλία, η ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -άλος (< ἅλς «θάλασσα»), πρβλ. αμφίαλος, πάραλος].

Greek Monotonic

ἔφᾰλος: -ον (ἅλς), παραλιακός, παράλιος, λέγεται για λιμάνια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Middle Liddell

ἔφ-ᾰλος, ον [ἅλς]
on the sea, of seaports, Il., Soph.