κύρβις

From LSJ
Revision as of 07:04, 23 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source

{{mdlsj |mdlsjtxt=
I. [[κύρβεις], triangular tablets, fitted at the angles so as to form a pyramid of three sides, and having the earliest laws written on the sides, Ar., Plat.
II. in sg. metaph. of a pettifogging lawyer, Ar. }}

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
rar. au sg., d'ord. au pl. οἱ κύρβεις, εων;
ion. κύρβιες, ων;
1 touj. au pl. table formant une sorte de pyramide à trois côtés tournant sur un pivot et où étaient inscrites les anciennes lois d'Athènes (cf. ἄξονες) ; en gén. toute table de lois;
2 table en gén.
Étymologie: DELG origine inconnue ; emprunt possible ou probable.

Russian (Dvoretsky)

κύρβις: εως, ион. ιος ἡ и ὁ (преимущ. pl. κύρβεις - ион. κύρβιες)
1 скрижаль (вращающийся столб в форме трехгранной пирамиды с начертанными на нем законами) Arst., Plut.: θύειν τὰς θυσίας τὰς ἐκ τῶν κύρβεων Lys. совершать жертвоприношения согласно скрижалям;
2 ирон. ходячий свод законов, законник, крючкотвор Arph.;
3 столп: κύρβιες Ἀλκείδαο Anth. столпы Алкида, т. е. Геракловы;
4 таблица: κύρβεις γηραλέαι Anth. древние таблицы (с текстом Гомеровских поэм).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύρβις -εως, ἡ inscriptieplaat (spec. in Athene met de oudste wetteksten).

Greek Monolingual

κύρβεις, -εων και κύρβιες, αἱ και οί (Α)
1. τριγωνικοί ξύλινοι ή χάλκινοι ή λίθινοι πίνακες ενωμένοι σε τρίεδρη πυραμίδα η οποία στρεφόταν γύρω από άξονα, πάνω στους οποίους ήταν γραμμένοι οι αρχαιότατοι νόμοι («ἀναγράψαντες δὲ τοὺς νόμους εἰς τοὺς κύρβεις, ἔστησαν ἐν τῇ στοᾷ τῇ βασιλείῳ», Αριστοτ.)
2. πίνακας ή στήλη με επιγραφές που περιείχαν νόμους ή δόγματα ή αποφάσεις
3. γεωγραφικοί πίνακες
4. τοιχογραφίες
5. οι στήλες του Ηρακλέους
6. (θηλ. στον εν.) κύρβις
η εταίρα
7. (το αρσ. στον εν.) κύρβις
α) νομικός λεπτολόγος που ασχολείται με μηδαμινά πράγματα
β) η σκυτάλη τών Σπαρτιατών
γ) πινακίδιο
8. φρ. «κύρβεις γηραλέαι» — τα ποιήματα του Ομήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., που συνδέεται ίσως με τη λ. κύρβη].