ἀκόσμητος

From LSJ
Revision as of 13:51, 23 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόσμητος Medium diacritics: ἀκόσμητος Low diacritics: ακόσμητος Capitals: ΑΚΟΣΜΗΤΟΣ
Transliteration A: akósmētos Transliteration B: akosmētos Transliteration C: akosmitos Beta Code: a)ko/smhtos

English (LSJ)

ἀκόσμητον, (κοσμέω)
A unarranged, Pl.Grg.506e, Prt.321c. Adv. ἀκοσμήτως Id.Lg.781b.
b not organised as a κόσμος, ὕλη Plot.4.3.9; σύγχυσις Dam.Pr.205.
2 of style, unadorned, D.H.Th.23, etc.
3 unfurnished with, χρήμασιν X.Oec.11.9.

Spanish (DGE)

-ον
I 1desprovisto, desvalido ἀνθρώπων γένος ἀκόσμητον Pl.Prt.321c, c. dat. πόλις ἀκόσμητος χρήμασιν X.Oec.11.9.
2 no adornado, no embellecido πρόσωπον Nonn.D.9.43, κάρηνον Nonn.D.42.86, del estilo, D.H.Th.23.2
subst. τὸ ἀκόσμητον = falta de adornos Luc.Pisc.12.
II 1intemperante, ψυχή Pl.Grg.506e.
2 desordenado, χύσις ἄστρων Nonn.D.39.3, σύγχυσις Dam.in Prm.205, ὕλη Plot.4.3.9.
III adv. ἀκοσμήτως = sin incluir en un orden, sin recibir normas τὸ περὶ τὰς γυναῖκας ἀκοσμήτως περιορώμενον el dejar que queden sin normas las mujeres (e.d. sin una función determinada dentro de la ciudad), Pl.Lg.781b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non mis en ordre, non ordonné, non arrangé;
2 non paré.
Étymologie: , κοσμέω.

German (Pape)

ungeschmückt, Xen. Oec. 11.9; Luc. Pisc. 12; vom Stil, Dion.Hal.; – nicht mit dem Nötigen versehen, Plat. Prot. 321c; ungeordnet, Gorg. 506e; Plat.
• adv. ἀκοσμήτως, Legg. VI.781a.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόσμητος:
1 неупорядоченный, неблагоустроенный (ψυχή Plat.);
2 неукрашенный, ненаряженный (γύναιον Luc.);
3 неснабженный: χρήμασιν ἀ. Xen. неимущий, бедный;
4 лишенный средств защиты, беззащитный (τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόσμητος: -ον, (κοσμέω) ἀδιάτακτος, ἀκανόνιστος, Πλάτ. Γοργ. 506 Ε., Πρωτ. 321C. - Ἐπιρρ. ἀκοσμήτως, ὁ αὐτ. Νόμ. 781Β. 2)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόσμητος, -ον)
αδιακόσμητος, αστόλιστος
αρχ.
1. αυτός που δεν βρίσκεται σε τάξη, ακατάστατος, άτακτος
2. (για ύφος λόγου) ακαλλώπιστος, λιτός, απέριττος
3. ανεφοδίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κοσμητὸς < κοσμῶ].

Greek Monotonic

ἀκόσμητος: -ον (κοσμέω),
1. ατακτοποίητος, ανοργάνωτος, σε Πλάτ.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
2. ανεφοδίαστος, με δοτ., σε Ξεν.

Middle Liddell

κοσμέω
1. unarranged, unorganised, Plat.:—adv. -τως, Plat.
2. unfurnished with, c. dat., Xen.