ἄμοιρος

From LSJ
Revision as of 22:01, 8 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμοιρος Medium diacritics: ἄμοιρος Low diacritics: άμοιρος Capitals: ΑΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: ámoiros Transliteration B: amoiros Transliteration C: amoiros Beta Code: a)/moiros

English (LSJ)

ἄμοιρον, (cf. ἄμμορος)
A without lot or without share in thing, τινός A.Th.733, Eu.353, etc.; mostly of those bereft of some good, τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἄ. Pl.Smp. 202d; τῆς τοῦ θείου συνουσίας Id.Phd. 83e; τῆς ἀρετῆς Arist.EN1102b12:—rarely, freed from some evil, ἄ. ὕβρεως, μεταβολῆς, Pl.Smp. 181c, Plt.269e; τοῦ γήρως Isoc.9.71.
2 abs., portionless, E.Ph.610, Pl.Smp. 197d:—ofthings, ἄχωρακαὶ ἄ. Tab.Defix.96.18, 97.30.
3 exempt from fate, Trag.Adesp.248.
II c. gen. pers., τῶν κάτωθεν θεῶν having no portion with them, S.Ant. 1071.

Spanish (DGE)

-ον
I 1c. gen. obj. que no participa de, no partícipe de, desprovisto de, sin συμποσίων τε καὶ λυρᾶν ἄ. Lyr.Adesp.91, τῶν μεγάλων πεδίων A.Th.733, παλλεύκων ... πέπλων A.Eu.353 (cód.), τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν Pl.Smp.202d, ὕβρεως Pl.Smp.181c, τῆς τοῦ θείου ... συνουσίας Pl.Phd.83e, λογογραφίας Pl.Phdr.258b, μεταβολῆς Pl.Pit.269e, τοῦ γήρως Isoc.9.71, τῆς ἀνθρωπικῆς ἀρετῆς Arist.EN 1102b12, τὠμῶ φαντάσματος ... ἄ. no partícipe de mi sueño Theoc.21.30, πάσης ἐπιβουλῆς ... ἄ. (βίος) Plb.36.16.6, τοῦ τῆς δουλείας ὀνόματος Plb.9.29.6, τῆς ἡμετέρας ἀγερωχίας LXX Sap.2.9, σκότος ... φέγγους ἄ. I.AI 2.308, σῖτος ... ζύμης ἄ. I.AI 3.255, ὁ νοῦς ἄμοιρος καὶ γυμνὸς ἀρετῆς Ph.1.98, ἄ. ἀθανασίας Ph.1.683, οὐκ ἄμοιρος χάριτος Babr.144.4, ἄ. ἀρχῆς κρείττονος καὶ ἡγεμονίας Plu.2.744e, ἄ. ἀγαθῶν Plu.2.989e, τῶν ἡμετέρων Luc.Prom.15, αὐτῶν Luc.ITr.32, καλῶν ἔργων D.C.65.6.1, πάντων τῶν στοιχείων ζῷων Ach.Tat.Intr.Arat.13, ταφῆς Ael.VH 12.64, τοῦ ἑνός Procl.Inst.13, φύσεως ἀγαθοῦ Plot.4.8.6
carente de θανασίμων ... θηρίων Plb.1.56.4, cf. Hsch.
2 c. gen. de pers. privado de ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ' αὖ θεῶν ἄμοιρον ... νέκυν y en cambio retienes aquí a un muerto privado de los dioses infernales S.Ant.1071.
3 abs. de pers. indigente, despojado μ' ἄμοιρον ἐξελαύνεις E.Ph.609, (Ἔρως) ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς εὐμοίροις (Amor) es deseado por los que de él carecen, conservado en propiedad por los que ya tienen buena parte de él Pl.Smp.197d, cf. Hsch.
tb. de cosas excluido ἵνα ... μηδεμία τις ἡμέρα ἄ. γένηται Hom.Clem.M.2.336C, χρήματα ... ἄμοιρα πάντα αὐτοῖς γένοιτο que no puedan disponer de ninguno de sus bienes, IG 3(3).97.30, cf. 3(3).96.18.
II 1libre de un destino fatal, libre de muerte, Trag.Adesp.248.
2 indiviso κοινοί τε βίοι καὶ πλοῦτος ἄμοιρος ... κοινῇ δ' ἅμα πάντες vidas en común y riqueza indivisa ... y todos (tendrán todo) en común, Orac.Sib.2.321.

German (Pape)

[Seite 127] ohne Antheil (μοῖρα), entbehrend, τινός, bes. eines Gutes, Aesch. Spt. 715; Eum. 333; Soph. Al 1306; Ant 1058; Eur. Phoen. 613. Ebenso Plat., τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν Conv. 202 d; ὕβρεως ἄμ., frei von, 181 c; λόγοι ἄμ. πράξεων Dem. 11, 23; ohne cas., unglücklich, Plat. Legg. IX, 878 b Conv. 197 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne participe pas à, exclu de, gén..
Étymologie: , μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

ἄμοιρος:
1 лишенный доли, не имеющий, лишенный (τινος Aesch., Plat., Arst.): λόγος πράξεως ἄ. γενόμενος Dem. слово, не подтверждаемое делом; ἄ. μεταβολῆς не подверженный изменениям; τῶν κάτωθεν ἄ. θεῶν Soph. не допущенный к подземным богам, т. е. лишенный погребения; ὕβρεως ἄ. Plat. лишенный наглости;
2 обездоленный, несчастный (ἄμοιροι καὶ εὔμοιροι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄμοιρος: -ον, ὅμοιον τῷ ἄμμορος, ὁ μὴ ἔχων κλῆρον ἢ μερίδιον ἔν τινι πράγματι, τινὸς Αἰσχύλ. Θ. 732. Εὐμ. 353, κτλ.: ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν ἀποκλεισθέντων ἐξ ἀγαθοῦ τινος πράγματος ἢ στερηθέντων αὐτοῦ, τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἄμοιρος Πλάτ. Συμπ. 202D τῆς τοῦ θείου συνουσίας ὁ αὐτ. Φαίδων 83Ε· τῆς ἀρετῆς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 14: ― σπανίως, ἀπηλλαγμένος κακοῦ τινος, ἀμ. ὕβρεως, μεταβολῆς, Πλάτ. Συμπ. 181C. Πολιτ. 269Ε· 2) ἀπολ., ὡς τὸ ἄμμορος, ἀτυχής, κακόμοιρος, δυστυχής, ὡς καὶ νῦν, Εὐρ. Φοίν. 613, Πλάτ. Συμπ. 197D. ΙΙ. μ. γεν. προσ.: ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ’ αὖ θεῶν ἄμοιρον, κατέχεις δὲ ἐνταῦθα ἀμέτοχον τῶν κάτω θεῶν, Σοφ. Ἀντ. 1071. ― Παρὰ Πινδ. Ν. 6. 26 νῦν ἀναγινώσκεται ἄμμορος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμοιρος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει καλή μοίρα, δύσμοιρος, άτυχος, δυστυχής
2. (με γενική) αυτός που δεν μετέχει σε κάτι ή στερείται κάτι
αρχ.
ο απαλλαγμένος από κάτι κακό
«ἄμοιρος ὕβρεως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μοῖρα.
ΠΑΡ. αμοιρέω, αμοιρία].

Greek Monotonic

ἄμοιρος: -ον (μοῖρα),
1. αυτός που δεν έχει μερίδιο, με γεν., σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. απόλ., ἄμμορος, ατυχής, κακότυχος, σε Ευρ.

Middle Liddell

μοῖρα
1. without share in a thing, c. gen., Aesch., etc.
2. absol. = ἄμμορος, unfortunate, Eur.

English (Woodhouse)

sad, unfortunate, unhappy, bereft of, deprived of funeral honors, deprived of funeral honours, deprived of, free from, without a share in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού δέν ἔχει μερίδιο, ἄτυχος). Ἀπό τό α στερητ. + μοῖρα. Παράγωγο ρῆμα εἶναι τό ἀμοιρῶ (=εἶμαι ἀμέτοχος).