σύγκλεισις

From LSJ
Revision as of 18:41, 7 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " αττιξ " to " ''Att.'' ")

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκλεισις Medium diacritics: σύγκλεισις Low diacritics: σύγκλεισις Capitals: ΣΥΓΚΛΕΙΣΙΣ
Transliteration A: sýnkleisis Transliteration B: synkleisis Transliteration C: sygkleisis Beta Code: su/gkleisis

English (LSJ)

old Att. ξύγκλῃσις, εως, ἡ: (συγκλείω):—
A shutting up, closing up (of a line of battle), Th.5.71; τῆς φάλαγγος ἡ σ. Arr.An.1.4.3; συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Theophrastus De Odoribus 36.
2 locking up, safe storage, σίτου PLond.2.237.21 (iv A.D.).
II a being closed, ἰσχυρὰν.. τὴν σ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται has them closely locked together, Pl.Ti.81b, cf. Hp.Loc.Hom.6; ἐπὶ συναφῆς καὶ συγκλείσεως χάριν Arist.Spir.484b22; locking of shields in χελώνη, Arr.Tact.11.6.
2 συγκλείσεις narrow passes, defiles, Plb.5.44.7, v.l. for συγκλίσεις in Plu.Cam.41.

German (Pape)

[Seite 968] ἡ, das Zusammenschließen, die Verbindung, ἰσχυρὰν τὴν ξύγκλεισιν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, Plat. Tim. 81 b; – αἱ συγκλείσεις, Engpässe, Plut. Camill. 41; Pol. 5, 44, 7 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 fermeture d'un corps dont les parties se rapprochent ; ligne ou masse de troupes impénétrable;
2 αἱ συγκλείσεις défilé resserré.
Étymologie: συγκλείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκλεισις -εως, ἡ, Att. ook ξύνκλῃσις en σύγκλῃσις [συγκλείω] aaneensluiting.

Russian (Dvoretsky)

σύγκλεισις: староатт. ξύγκλῃσις, εως ἡ
1 запирание, смыкание (συναφὴ καὶ σ. Arst.): ἡ πυκνότης τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. плотность сомкнутых рядов;
2 pl. узкий проход, ущелье, ложбина Polyb., Plut.

Greek Monotonic

σύγκλεισις: αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, ἡ (συγκλείω),
I. ερμητικό κλείσιμο, αποκλεισμός, πύκνωση (λέγεται για παράταξη μάχης ή μάχη), σε Θουκ.
II. στενό πέρασμα, δίοδος στενή, κλεισούρα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκλεισις: ἀρχ. Ἀττ. ξύκλῃσις, εως, ἡ· (συγκλείω)· ― τὸ συγκλείειν, ἐπὶ σώματος μαχομένου), Θουκ. 5. 71· τῆς φάλαγγος ἡ ξ. Ἀρρ. Ἀν. Ἁλ. 1. 4· συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 36. ΙΙ. τὸ συγκλείεσθαι, ἀποκλείεσθαι, ἀποκλεισμός, σύγκλεισιν ἔχειν, συγκεκλεῖσθαι, Ἱππ. 310, ἴδε Föes.· ἰσχυράν... τὴν ξ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, στενῶς πρὸς ἄλληλα εἶναι συγκεκλεισμένα, Πλάτ. Τίμ. 81B· συναφῆς καὶ συγκλείσεως χάριν Ἀριστ. περὶ Πνευμ. 7. 3. 2) συγκλείσεις, στεναὶ δίοδοι, «κλεισοῦραι», Πολύβ. 5. 44, 7, Πλουτ. Κάμιλλ. 41 (Reiske καὶ Schäfe, συγκλίσεις ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ συγκλινίαι).

Middle Liddell

σύγκλεισις, ολδ Att. ξύγκλῃσις, εως, συγκλείω
I. a shutting up, closing up (of a line of battle), Thuc.
II. a narrow pass, defile, Plut.