ἀμφιπίπτω

From LSJ
Revision as of 11:40, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπίπτω Medium diacritics: ἀμφιπίπτω Low diacritics: αμφιπίπτω Capitals: ΑΜΦΙΠΙΠΤΩ
Transliteration A: amphipíptō Transliteration B: amphipiptō Transliteration C: amfipipto Beta Code: a)mfipi/ptw

English (LSJ)

poet. ἀμφιπίτνω, fall upon and embrace, embrace eagerly, c. acc., φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα Od.8.523, cf. Parth.15.2; ἀμφιπίτνουσα τὸ σὸν γόνυ E.Supp.278: c. dat., οὔτ' ἀμφιπίπτων στόμασιν embracing so as to kiss, S.Tr.938; fall over, προβάτοις Parth.8.4: metaph., take to one's heart, ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον Pi.O.10(11).98.

Spanish (DGE)

1 c. ac. de pers. caer en brazos de, abrazar γυνὴ ... φίλον πόσιν Od.8.523, ἀσπασίως πολιὴν τροφόν A.R.1.270
fig. amar κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν Pi.O.10.98.
2 c. dat. caer en ὅτε ζηλήμονι νούσῳ ἀμφιπέσῃ Q.S.9.349, προβάτοις συνδεδεμένοις Parth.7.4, abs. δόχμιαι ἀμφιπεσόντες dejándose caer de lado Opp.H.4.599
caer sobre, echarse sobre ὕπνος δέ οἱ ὄσσ' ἐκάλυψε νήδυμος ἀμφιπεσών Q.S.1.124
ἀμφιπίπτων στόμασιν besando S.Tr.938
c. dat. instrum. abrazar con ἀμφιπεσόντος ὀλισθηροῖς μελέεσσιν del pulpo, Opp.H.2.272, abs. ἀλλ' ἔχει ἀμφιπεσών la retiene atenazándola (el pulpo a la langosta), Opp.H.2.399.

German (Pape)

[Seite 142] (s. πίπτω), um jemand herfallen, ihn umarmen, πόσιν ἀμφιπεσοῦσα Od. 8, 523; στόμασι Soph. Tr. 934; Pind. Λοκρῶν ἔθνος ἀμφέπεσον, mit Liebe umfassen, Ol. 11, 98.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἀμφέπεσον;
se jeter autour de, embrasser.
Étymologie: ἀμφί, πίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιπίπτω:
1 относиться с любовью, обнимать (τινά Hom.; τὸ γόνυ τινός Eur.): ἀ. στόμασιν Soph. прильнуть устами, горячо целовать;
2 относиться с любовью, любить (τινά Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπίπτω: ἐπιπίπτω καὶ περιπτύσσομαι θερμῶς, ἐναγκαλίζομαι μετὰ ζέσεως, μετ’ αἰτ., φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα Ὀδ. Θ. 523· οὕτω (κατὰ ποιητ. τύπον) ἀμφιπίτνουσα τὸ σὸν γόνυ Εὐρ. Ἱκ. 278· μετὰ δοτ. ἀμφιπίπτων στόμασιν (= χείλεσιν), καταφιλῶν τὰ χείλη (αὐτῆς), Σοφ. Τρ. 938: - μεταφ., ὡς τὸ Λατ. amplector, ἀσπάζομαι, χαιρετίζω, κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφεπέσον μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων, περιεπτυξάμην (ἐν τῇ ᾠδῇ μου) τὸ κλυτὸν ἔθνος τῶν Λοκρῶν περιρραίνων τὴν εὔανδρον πόλιν διὰ μέλιτος, Πινδ. Ο 10 (11.) 118.

English (Autenrieth)

fall about, only aor. part., γυνή πόσιν ἀμφιπεσοῦσα, ‘falling upon (and embracing) the body’ of her lifeless husband, Od. 8.523†.

Greek Monolingual

ἀμφιπίπτω (και ποιητ. -πίτνω) (Α)
1. ορμώ και αγκαλιάζω κάποιον θερμά
2. ασπάζομαι, χαιρετίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πίπτω.

Greek Monotonic

ἀμφιπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ ἀμφ-έπεσον, περιτυλίγω, περιπτύσσω δηλ. αγκαλιάζω, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., ἀμφιπίπτων στόμασιν, αγκαλιάζω για να φιλήσω, εναγκαλίζω, σε Σοφ.

Middle Liddell

to fall around, i. e. to embrace, c. acc., Od.; c. dat., ἀμφιπίπτων στόμασιν embracing so as to kiss, Soph.