ἡδυπαθέω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
live pleasantly, enjoy oneself, X.Cyr.1.5.1, Jul.Mis.342b; ἡ. ἀπό τινος X.Oec.5.2.
German (Pape)
[Seite 1154] wohlleben, sich dem Vergnügen ergeben, Xen. Cyr. 1, 5, 1 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ἡδυπαθῶ :
mener une vie efféminée.
Étymologie: ἡδυπαθής.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠπᾰθέω: утопать в роскоши, жить среди наслаждений Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυπᾰθέω: ζῶ τρυφηλῶς, ἀπολαύω τῶν ἡδονῶν τοῦ σώματος, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 1· ἡδ. ἀπό τινος ὁ αὐτ. Οἰκ. 5, 2.
Greek Monotonic
ἡδυπᾰθέω: (ἡδυπαθής), μέλ. -ήσω, ζω τρυφηλά, απολαμβάνω τις ηδονές του σώματος, είμαι πολυτελής, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἡδυπᾰθέω, fut. -ήσω ἡδυπαθής
to live pleasantly, enjoy oneself, be luxurious, Xen.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ζῶ ἡδονικά). Παρασύνθετο ἀπό τό ἡδυπαθής (=ἡδύς + παθεῖν τοῦ πάσχω), (=φιλήδονος).
Παράγωγα: ἡδυπάθεια (=ἀπόλαυση), ἡδυπάθημα. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα πάσχω.