οἰστροδίνητος
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
[δῑ], ον, driven round and round by the gadfly, A.Pr.589.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
saisi d'un transport vertigineux.
Étymologie: οἶστρος, δινέω.
German (Pape)
von der Bremse herumgetrieben, übertragen, in Wut, Leidenschaft umhergetrieben, κόρη, die Io, Aesch. Prom. 591.
Russian (Dvoretsky)
οἰστροδίνητος: (δῑ) Aesch. = οἰστροδόνητος.
Greek (Liddell-Scott)
οἰστροδίνητος: [ῑ], -ον, ὁ ἕνεκα τοῦ κεντήματος τοῦ οἴστρου, δινούμενος, περιστρεφόμενος μανιωδῶς, Αισχύλ. Πρ. 589· ― οὕτως, οἰστρδόνητος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572, Ἀριστοφ. Θεσμ. 324· καὶ οἰστρόδονος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 17. Πρβλ. οἰστρήλατος.
Greek Monolingual
οἰστροδίνητος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που στριφογυρίζει με μανία εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο
2. αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό πάθος («πῶς δι' οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. ιπποδίνητος, σφονδυλοδίνητος].
Greek Monotonic
οἰστροδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται σφαδάζοντας από τσίμπημα εντόμου, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
οἰ¯στρο-δίνητος, ον,
driven round and round by the gadfly, Aesch.