ἀντάξιος

Revision as of 11:44, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Theoc.17.114:—
A worth just as much as, c. gen., ψυχῆς ἀ. worth life itself, Il.9.401; πολλῶν ἀ. ἄλλων 11.514; ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀ. worth as much as ten, Hdt.7.103, cf. 2.148, Pl.Lg.730d, X.Mem.2.10.3 etc.; worthy of, τέχνας Theoc.l.c.
2 abs., worth as much, worth no less, Il.1.136.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον Theoc.17.114]
1 que vale tanto como, equivalente a, digno de c. gen. οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον pues no hay (nada) que valga tanto como mi vida, Il.9.401, ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀ. ἄλλων Il.11.514, cf. Pl.Plt.297e, Luc.Deor.Con.6, ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ... ἀ. Hdt.7.103, de una pirámide πολλῶν ... Ἑλληνικῶν ἔργων καὶ μεγάλων Hdt.2.148, ἡ πόλις ἀ. σου ἐλεύσιος Hp.Ep.10, ὁ μὲν γὰρ ἑνός, ὁ δὲ πολλῶν ἀ. Pl.Lg.730d, πᾶς ... χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀ. Pl.Lg.728a, πολλῶν οἰκετῶν οἶμαι ἀντάξιον εἶναι X.Mem.2.10.3, δωτίναν ἀντάξιον ... τέχνας Theoc.17.114, οὐδὲ γὰρ κυνὸς ἀ. οὐδ' ὄνου ... δειλὸς ἀνὴρ καὶ ἄναλκις Plu.2.32f, πάντων ἀντάξιον ... τῶν ἄλλων Aristid.1.182, τὸ θεραπεύεν τὼς θεώς, βασιλέως ἀντάξιον Diotog.2, τὰς ἁρπαγὰς ἀνταξίας τῶν κινδύνων D.C.36.16.3, φανεῖσθαι δ' αὐτῷ παντὸς ἀντάξιον ἀγαθοῦ I.AI 1.292, ἑνὸς πλέθρου κἂν χιλίων ἀνταξίου γενομένου I.AI 5.78, ἀ. σωτηρίας μισθόν Clem.Al.Prot.9.85.4, cf. Hsch.
2 proporcionado a, propio de c. dat. ἀνταξίας ἀμοιβὰς αὐτῷ compensaciones adecuadas para él, MAMA 8.421.24 (Afrodisias), ἀνδρὶ δὲ ἐλευθέρῳ ... οὐκ ἀνταξίαν ... τὴν ὕβριν Ael.VH 12.62.
3 de estimable valor, suficiente abs. ὅπως ἀντάξιον ἔσται Il.1.136, φωναί Epicur.Fr.[119] 12.

German (Pape)

[Seite 244] gleichviel werth, aufwiegend, γέρας ἀντάξιον Iliad. 1, 136; ἰητρὸς ἀνὴρ πολλῶν ἀντ. ἄλλων Il. 11, 514, vgl. Plat. Conv. 214 b; ψυχῆς ἀντάξιον, so viel werth, wie das Leben, Iliad. 9, 401; κείνων ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀντ. Her. 7, 103 u. 2, 146; πᾶς ὁ χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντ. Plat. Legg. V, 728 a; Folgd.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
équivalent à, gén..
Étymologie: ἀντί, ἄξιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀντάξιος: 3, Theocr. 2 равноценный (γέρας Hom.; ἀ. τινος Hom., Xen., Plat., Plut.): πυραμὶς πολλῶν Ἑλληνικῶν ἔργων ἀνταξίη Her. пирамида, стоящая многих греческих сооружений (вместе взятых); πολλῶν ἀ. ἄλλων Hom., Plut. стоящий многих других.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντάξιος: -α, -ον, ἴσος κατὰ τὴν ἀξίαν, μ. γεν., οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον Ἰλ. Ι. 401˙ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων Λ. 514˙ ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀντ., ἴσος κατὰ τὴν ἀξίαν πρὸς δέκα ἄνδρας, Ἡρόδ. 7. 103, πρβλ. 2. 148˙ οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ., Ξεν., κλ. 2) ἀπόλ., ὁ οὐχὶ κατωτέρας ἀξίας, ἰσάξιος, ἄρσαντες κατὰ θυμόν, ὅπως ἀντάξιον ἔσται «ἴσον τῇ τιμῇ, ἰσότιμον» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 136: - Συγκρ. -ώτερος, Κύριλλ. Ἀλ. - Ἐπίρρ. -ίως Σχόλ. εἰς Λουκ. (Ζεὺς Τραγ. 55).

English (Autenrieth)

ον: equivalent in value, worth; w. gen., ἶητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων, Il. 11.514. (Il.)

Greek Monolingual

-α, -ο (AM αντάξιος, -α, -ον)
ο ισάξιος, ο ίσος ως προς την αξία με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

ἀντάξιος: -α, -ονκαι —ος, -ον,
1. ισάξιος, άξιος επακριβώς, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
2. απόλ., όχι κατώτερης αξίας, ισότιμος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

1. worth just as much as, c. gen., Il., Hdt., Attic
2. absol. worth as much, worth no less, Il.

English (Woodhouse)

equivalent to, equal to in worth, set off