ἡλιοτρόπιον
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
τό,
A heliotrope, Thphr. HP 7.3.1, Gal.19.732; ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Heliotropium villosum, Dsc.4.190; ἡλιοτρόπιον τὸ μικρόν, Heliotropium supinum, ib.191.
2 = Croton tinctorius, PHolm.8.3, al.
II sundial, Moschio ap.Ath.5.207f, IG11(2).287 A117 (Delos, iii B.C.), Plu.Dio 29, Sch.Ar.Av.998, etc.
III green stone streaked with red, blood-stone, Plin.HN37.165, Herm.Trism. in Rev.Phil.32.258.
German (Pape)
[Seite 1163] τό, 1) Sonnenwende, eine Pflanze, welche Blätter u. Blumen nach dem Sonnenlauf richtet u. deswegen auch ἡλιοσκόπιον heißt, Theophr., Diosc.; Nic. Ther. 678 umschreibt sie des Verses wegen ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον ἔρνος. – 2) eine Sonnenuhr, Ath. V, 207 f; Plut. Dion. 29. – 3) Bei Plin. H. N. 37, 10, 60 ein Edelstein.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cadran solaire.
Étymologie: ἥλιος, τρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιοτρόπιον: τό
1 предполож. гелиотроп (Heliotropium Europaeum L) Plut.;
2 солнечные часы Plut.;
3 гелиотроп (драгоценный камень) Plin.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιοτρόπιον: τό, φυτόν, οὗτινος τὸ ἄνθος καὶ τὰ φύλλα στρέφονται πρὸς τὸν ἥλιον, herba solaris ἢ solstitialis, solago, hel. Europaeum, Linn., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 3, 1, Διοσκ. 4.193· ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον ἔρνος Νίκ. Θ. 678· ἐνίοτε καλούμενον ἡλ. τὸ μέγα, κατὰ διάκρισιν ἀπὸ τοῦ μικροῦ, croton tinctorius, Linn., Διοσκ. 4. 194· πρβλ. ὡσαύτως ἡλιόπους, ἡλιοσκόπιος. ΙΙ. ἡλιακὸν ὡρολόγιον, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207F, Πλούτ. Δίωνι 29, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 997. κτλ.· πρβλ. πόλος. ΙΙΙ. πράσινος λίθος φέρων γραμμὰς ἐρυθράς, Plin. H. N. 37. 60.
Spanish
Léxico de magia
τό 1 bot. heliotropo ἐπιθύσας ἐπὶ γηίνου θυμιατηρίου ἐπ' ἀνθράκων ἀπὸ ἡλιοτροπίου βοτάνης tras haber hecho la ofrenda en un incensario de barro con carbones de heliotropo P I 64 2 heliotropo ἥλιος γλύφεται ἐπὶ λίθου ἡλιοτροπίου τὸν τρόπον τοῦτον se graba un sol en una piedra de heliotropo de esta manera P XII 273