βάξις
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
βάξεως, ἡ, (βάζω) poet. Noun,
A saying, esp. an oracular saying, inspired utterance, κλύειν εὐηκέα β. Emp.112.11; ἐναργὴς β. ἦλθεν Ἰνάχῳ A.Pr.663; θεσφάτων β. S.Tr.87.
2 report, rumour, μιν… β. ἔχει χαλεπή Mimn.15; β. ἀργαλέη Id.16; θεῶν ἐποπίζεο μῆνιν βάξιν τ' ἀνθρώπων Thgn.1298; βάξιν ἀλγεινήν, βάξιν καλὴν λαβεῖν, S.Aj.494, El. 1006; σπείρειν ματαίαν β. ἐς πᾶσαν πόλιν ib.642, cf. 638; διὰ δὲ πόλεας ἔρχεται β. E.Hel.224 (lyr.); ὀξεῖα γάρ σου β.… διῆλθ' Ἀχαιούς = a report concerning thee, S.Aj.998; ἁλώσιμος βάξις = tidings of the capture, A.Ag.10; θανόντος β. ἀνδρός E.Hel.351 (lyr.); so τήν τ' ἀμφὶ Θησέως β. Id.Supp.642.
II voice, Epigr.Gr.989.2.
Spanish (DGE)
βάξεως, ἡ
• Morfología: [gen. sg. βάξιος Mimn.9.2]
1 dicho, palabra ἀργαλέη Mimn.9.2, εὐηκής Emp.B 112.11, πικρά E.Med.1374
•esp. respuesta de un oráculo, vaticinio ἐναργὴς β. ἦλθεν Ἰνάχῳ A.Pr.663, εἰ δὲ θεσφάτων ἐγὼ βάξιν κατῄδη τῶνδε S.Tr.87, Γλαύκοιό τε βάξιν πέφραδε A.R.2.767.
2 rumor, noticia ἁλώσιμόν τε βάξιν el anuncio de la conquista A.A.10, ματαία S.El.642, σοῦ βάξις un rumor referente a ti S.Ai.998, ἡ ἀμφὶ Θησέως βάξις E.Supp.642, διὰ δὲ πόλεας ἔρχεται βάξις E.Hel.224, θανόντος ... βάξις ... ἀνδρός E.Hel.351, ἀνεμώλιος Opp.C.3.57
•fama, renombre ἐπ' ἀνθρώπους βάξις ἔχει χαλεπἡ Mimn.9.1, θεῶν δ' ἐποπίζεο μῆνιν βάξιν τ' ἀνθρώπων Thgn.1298, βάξιν ἀλγεινὴν λαβεῖν S.Ai.494, βάξιν καλὴν λαβόντε S.El.1006.
German (Pape)
[Seite 431] ἡ (βάζω), die Rede, Tragg.; die Sage, das Gerücht, Aesch. Ag. 464; Soph. O. R. 519; u. sonst bei Dichtern; der Ausspruch, bes. des Orakels, Aesch. Prom. 666; Soph. Tr. 87; Ap. Rh. 1, 8.
French (Bailly abrégé)
βάξεως (ἡ) :
1 réponse d'oracle;
2 bruit, rumeur ; réputation, renom.
Étymologie: R. Βαγ, parler ; cf. βάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάξις -εως, ἡ βάζω
1. uitspraak:. ἐναργὴς βάξις een duidelijke orakelspreuk Aeschl. PV 663; κεκρυμμένην μου β. mijn verhulde gebed Soph. El. 638.
2. bericht, gerucht:. ἁλώσιμον... β. het bericht van de inname (van Troje) Aeschl. Ag. 10; πόλιν διήκει θοὰ β. een snel gerucht doet de ronde door de stad Aeschl. Ag. 477.
3. reputatie:. βάξιν ἀλγεινὴν λαβεῖν een kwetsende naam krijgen Soph. Ai. 494.
Russian (Dvoretsky)
βάξις: βάξεως ἡ
1 вещее слово, прорицание Aesch., Soph.;
2 толки, слух, молва, Trag.
Middle Liddell
βάζω
1. a saying, esp. an oracular saying, like φήμη, Aesch., Soph.
2. a report, rumour, Theogn., Soph., Eur.; ἁλώσιμος βάξις tidings of the capture, Aesch.
Greek Monolingual
βάξις, η (Α) βάζω (II)]
1. λόγος, χρησμός
2. αγγελία, φήμη.
Greek Monotonic
βάξις: βάξεως, ἡ (βάζω),
1. λόγος, ρήση, χρησμός του μαντείου, όπως φήμη, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. αναφορά, φήμη, αγγελία, σε Θέογν., Σοφ., Ευρ.· ἁλώσιμος βάξις, αγγελία της αλώσεως, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
βάξις: βάξεως, ἡ, (βάζω), ποιητ. ὄνομα, λόγος, ἰδίως προφορικὸς λόγος, λόγιον, ὡς τὸ φήμη, ἐναργὴς βάξις ἦλθεν Ἰνάχῳ Αἰσχύλ. Πρ. 663· θεσφάτων βάξιν Σοφ. Τρ. 87. 2) φήμη, ἀγγελία, μιν., β. ἔχει χαλεπὴ Μίμνερμ. 15, πρβλ. 16· θεῶν ἐποπίζεο μῆνιν βάξιν τ’ ἀνθρώπων Θέογν. 1298· β. ἀλγεινήν, β. καλὴν λαβεῖν Σοφ. Αἴ. 494, Ἠλ. 1006· σπείρειν ματαίαν β. ἐς πᾶσαν πόλιν αὐτόθι 642, πρβλ. 637· διὰ δὲ πόλεας ἔρχεται βάξις Εὐρ. Ἑλ. 223· ὀξεῖα γάρ σου βάξις ...διῆλθ’ Ἀχαιοὺς, φήμη περὶ σοῦ, Σοφ. Αἴ. 998· ἁλώσιμος β., ἀγγελία τῆς ἁλώσεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 10· θανόντος β. ἀνδρὸς Εὐρ. Ἑλ. 350· οὕτω, την τ’ ἀμφὶ Θησέως β. ὁ αὐτ. Ἱκ. 642. II. φωνή, ἦχος, Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 989. 2.
English (Woodhouse)
conversation, report, reputation, rumour, rumor, what is said of one, what is thought of one