προωθέω
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
aor. προέωσα, contr. part.
A πρώσας Hp.Nat.Mul.3, AP12.206 (Strat.), Luc.Asin.9; imper. πρῶσον prob. in Hsch.:—push forward, propel, Pl.Phd. 84d (metaph.), Arist.HA611b32, al., Agatharch. 5, PPetr.2p.59 (iii B.C.); βιαίως π. τινὰ ἐπί τι Chrysipp.Stoic.3.95; π. αὑτόν rush on, X.Cyn.10.10.
2 simply, push, ὀπίσω Hp.Mul.1.69, cf. 2.145, Herod.Med.in Rh.Mus.58.106 (Pass.), Antyll. ap. Orib. 46.27.6; κάτω Hp.Nat.Mul.l.c.
II thrust forward, sens. obsc., Luc. l.c.
III Pass., to be pushed forward, Thphr. HP 3.6.2; τὸ στῆθος ἔξω προεωθεῖτο, in tetanus, Aristid.Or.49(25).17.
German (Pape)
[Seite 801] (s. ὠθέω), vorwärts oder nach vorn stoßen, Plat. Phaed. 84 d u. Folgde; ἐπὶ τὸ πολὺ προωθεῖται ὁ χοῦς, Pol. 4, 41, 3; Luc. pro laps. 16; – auch ein Fechterausdruck; πρώσας = προώσας Strat. 48 (XII, 206), wie Luc. Asin. 10.
French (Bailly abrégé)
προωθῶ :
f. προωθήσω et προώσω ; ao. προέωσα;
pousser en avant ; faire avancer, pousser.
Étymologie: πρό, ὠθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ωθέω naar voren duwen.
Russian (Dvoretsky)
προωθέω: (fut. προωθήσω и προωθώσω, aor. προέωσα; part. aor. προώσας - стяж. πρώσας)
1 толкать вперед, подталкивать, подвигать Luc., Anth.: προωθῶν αὑτόν Xen. устремившись, рванувшись;
2 побуждать, понуждать (τινα ἐπί τι и ποιεῖν τι Plut.).
Greek Monotonic
προωθέω: μέλ. -ωθήσω και -ώσω, αόρ. αʹ -έωσα, συνηρ. μτχ. πρώσας· σπρώχνω προς τα εμπρός, σπρώχνω ή πιέζω, σε Πλάτ.· προωθέω αὑτόν, εφορμώ, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προωθέω: μέλλ. -ωθήσω, καὶ -ώσω· ἀόρ. προέωσα, συνῃρ. μετοχ. πρώσας Ἀνθ. Π. 12. 206, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 9. 10. Ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, «σπρώχνω» ἢ ἐπείγω, «βιάζω», Πλάτ. Φαίδων 84D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 1, κ. ἀλλ.· βιαίως πρ. τινὰ ἐπί τι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 450C· πρ. αὐτόν, ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐφορμῶ, Ξεν. Κυν. 10, 10. ΙΙ. ἀπωθῶ, ὠθῶ μακράν, ὅρος παλαιστικός, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Middle Liddell
fut. -ωθήσω fut. -ώσω aor1 -έωσα part. πρώσας
to push forward, push or urge on, Plat.; πρ. αὑτόν to rush on, Xen.