εὐεπής

From LSJ
Revision as of 11:53, 7 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπής Medium diacritics: εὐεπής Low diacritics: ευεπής Capitals: ΕΥΕΠΗΣ
Transliteration A: euepḗs Transliteration B: euepēs Transliteration C: evepis Beta Code: eu)eph/s

English (LSJ)

εὐεπές, (ἔπος)
A melodious, φωνή X.Cyn.13.16; euphonious, λέξις D.H.Comp.22; ἁρμονία εὐεπεστέρα ibid. Adv. εὐεπῶς, κῶλα εὐεπῶς συγκείμενα ibid.: Sup., ποίησις εὐεπέστατα ἔχουσα D.Chr.52.15.
2 eloquent, εὐεπὴς ἐν τῷ λέγειν Hsch. s.v. λιγύς.
3 making eloquent, inspiring, ὕδωρ, of Helicon, AP11.24 (Antip.).
II Pass., well-spoken, acceptable, λόγος Hdt.5.50.

German (Pape)

[Seite 1064] ές, wohlredend, beredt, D. Hal. oft; φωνή Xen. Cyn. 13, 16. – Bei Antp. Th. 1 (XI, 24) ὕδωρ εὐεπὲς ἐκ πηγέων ἔβλυσας Ἠσιόδῳ, vom Helikon, Wasser, das wohlredend macht; – λόγος, wohlgesprochen, vernünftig, Her. 5, 50, v.l. εὐπετής. - Adv. εὐεπῶς, D. Hal.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien dit, bien exprimé, élégant.
Étymologie: εὖ, ἔπος.

Russian (Dvoretsky)

εὐεπής:
1 сладкоречивый, хорошо говорящий (φωνή Xen.);
2 хорошо сказанный, изящный (λόγος Her.);
3 (о Геликоне), делающий красноречивым, вдохновляющий, (ὕδωρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπής: -ές, (ἔπος) εὐφραδής, μελῳδικός, φωνή Ξεν. Κύρ. 13. 16. 2) ποιῶν τινα εὔγλωττον, ἐμπνέων εὐγλωττίαν, ὕδωρ, τοῦ Ἑλικῶνος, Ἀνθ. Π. 11. 24. ΙΙ. Παθ., καλῶς λαληθείς, εὐπρόσδεκτος, λόγος Ἡρόδοτ. 5. 50: - Ἐπίρρ. -πῶς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.

Greek Monolingual

εὐεπής, -ές (ΑΜ)
ο ευφράδης, ο εύγλωττος
αρχ.
1. ο μελωδικός, ο εύφωνος («εὐεπὴς φωνή», Ξεν.)
2. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει ευγλωττία («εὐεπές ὕδωρ»)
3. ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι», Ηρόδ.).
επίρρ...
εὐεπῶς
(για λόγο) με αρμονία, με ρυθμό («κῶλα εὐεπώς συγκείμενα», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έπος «λόγος»].

Greek Monotonic

εὐεπής: -ές (ἔπος),·
I. 1. γλυκομίλητος, ευφραδής, εύγλωττος, μελωδικός, σε Ξεν.
2. αυτό που κάνει κάποιον εκφραστικό, ευφραδή, λέγεται για το νερό του Ελικώνα, σε Ανθ.
II. Παθ., καλοειπωμένος, πειστικός, ευσπρόδεκτος, λόγος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

εὐ-επής, ές ἔπος
I. well-speaking, eloquent, melodious, Xen.
2. making eloquent, of Helicon, Anth.
II. pass. well-spoken, acceptable, λόγος Hdt.