ὑπεκτρέχω

From LSJ
Revision as of 15:28, 6 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκτρέχω Medium diacritics: ὑπεκτρέχω Low diacritics: υπεκτρέχω Capitals: ΥΠΕΚΤΡΕΧΩ
Transliteration A: hypektréchō Transliteration B: hypektrechō Transliteration C: ypektrecho Beta Code: u(pektre/xw

English (LSJ)

A fut. -δρᾰμοῦμαι Id.Ant.1086: aor. ὑπεξέδρᾰμον Hdt.1.156:—run out from under, escape from, τὸ παρεόν Hdt. l. c.; θάλπος οὐχ ὑπεκδραμεῖ S. l. c.; ὑ. τὴν σὴν.. γλωσσαλγίαν (where the metaph. is taken from a ship) E.Med.524; θεοὺς ὑπεκδραμούμενοι Id.Ph.873: abs., of horses, Plu.Eum.7: c. inf., ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω E.Andr.338.
II run out beyond, τοῦ χρόνου τέλος S. Tr.167.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. τρέχω), darunter hinaus od. weglaufen, entlaufen, vermeiden, c. acc.; Soph. Tr. 166 Ant. 1073; Eur. oft; ἢν τὸ παρεὸν ὑπεκδράμωσι Her. 1, 156; – c. inf., ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Eur. Andr. 338.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπεκδραμοῦμαι, ao.2 ὑπεξέδραμον;
s'échapper en courant ; fuir, éviter, acc. ou inf..
Étymologie: ὑπό, ἐκτρέχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκτρέχω: (fut. ὑπεκδρᾰμοῦμαι, aor. 2 ὑπεξέδρᾰμον)
1 избегать, ускользать (τι Soph., Eur., Plut.): ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Eur. если я избегну смерти;
2 переходить, переступать (τοῦ χρόνου τέλος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκτρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι· ἀόρ. ὑπεξέδρᾰμον. Ἐκτρέχω κάτωθέν τινος, ὑπεκφεύγω ἀπό τινος, φεύγω τι, ὑπεκδραμεῖν τὸ παρὸν Ἡρόδοτ. 1. 156· θάλπος οὐχ ὑπεκδραμεῖ Σοφ. Ἀντ. 1086· ὑπ. τὴν σήν... γλωσσαλγίαν, (ἔνθα ἡ μεταφορὰ εἶναι εἰλημμένη ἐκ πλοίου) Εὐρ. Μήδ. 524· θεοὺς ὑπεκδραμούμενοι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 873· τὸν σπαραγμὸν ὑπ. Πλουτ. Εὐμ. 7· ― μετ’ ἀπαρ., ἣν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Εὐρ. Ἀνδρ. 338. ΙΙ. τρέχω πέραν ὁρίου τινός, τοῦ χρόνου τέλος Σοφ. Τρ. 167.

Greek Monolingual

Α
1. αποφεύγω, διαφεύγω («ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδραμῶ», Ευρ.)
2. τρέχω έξω, πέρα από ένα καθορισμένο όριο («ἢ τοῦθ' ὑπεκδραμόντα τοῦ χρόνου τέλος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκτρέχω «τρέχω έξω, εξορμώ»].

Greek Monotonic

ὑπεκτρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ ὑπεξέδρᾰμον·
I. εξέρχομαι, ξεχύνομαι από κάτω, ξεφεύγω από, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., ἢ ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω, σε Ευρ.
II. τρέχω πέρα από κάποιο όριο, σε Σοφ.150

Middle Liddell

fut. -δρᾰμοῦμαι aor2 ὑπεξέδρᾰμον
I. to run out from under, escape from, c. acc., Hdt., Soph., etc.;—c. inf., ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Eur.
II. to run out beyond, Soph.

Translations

escape

Albanian: arratisem; Arabic: هَرَبَ; Egyptian Arabic: فلت, زوغ, هرب; Armenian: փախչել; Aromanian: scap, ascap; Assamese: পলা, ভাগ; Asturian: escapar; Basque: ihes egin; Bulgarian: отървавам се; Catalan: escapar, fugir; Cherokee: ᎠᎵᏘᎠ; Chinese Mandarin: 逃生, 逃跑; Czech: uniknout; Dutch: ontsnappen; Esperanto: eskapi; Estonian: pääsema; Finnish: paeta, karata, päästä; French: échapper, s'échapper, fuir; Friulian: scjampâ, sčhampâ; Galician: ciscar, cispar, liscar, iscar, escampaviar, escabildrar, fuxir, afufar, rispar, alimpar; Georgian: გაქცევა; German: entgehen; Gothic: 𐌿𐌽𐌸𐌰𐌸𐌻𐌹𐌿𐌷𐌰𐌽; Greek: δραπετεύω; Ancient Greek: ἀλύσκειν, ἀλύσκω, ἀποδιδράσκειν, ἀποδιδράσκω, ἀποφεύγειν, ἀποφεύγω, διαδιδράσκειν, διαδιδράσκω, διαφεύγειν, διαφεύγω, διδράσκω, διεκφεύγω, διεκφυγγάνω, διεξοδεύω, δραπετεύω, ἐκδιδράσκειν, ἐκδιδράσκω, ἐκκυλίνδεσθαι, ἐκπροφεύγω, ἐκτρέχω, ἐκφεύγειν, ἐκφεύγω, ἐκφυγγάνειν, ἐκφυγγάνω, ἐξαλύσκειν, ἐξαλύσκω, ἐξυπαλύσκω, ἐξυπέρχομαι, ἐφορμίζω, παραλανθάνω, παρατρέχω, παραφεύγω, παρεκδύω, παρεκπίπτω, παρέρχεσθαι, ὑπεκκλίνω, ὑπεκπροφεύγω, ὑπεκτρέχειν, ὑπεκτρέχω, ὑπερτρέχω, ὑπερφεύγω, φεύγειν, φεύγω, φυγγάνειν, φυγγάνω; Haitian Creole: chape; Hebrew: נִמְלַט; Hungarian: megszökik; Icelandic: sleppa; Ido: eskapar; Indonesian: kabur; Italian: scappare, fuggire, darsela a gambe; Japanese: 逃げる, 免れる; Kabuverdianu: fuji; Khmer: គេច, រួច; Kurdish Northern Kurdish: revîn, bazdan; Latin: fugio, evado, aufugio, effugio, subterfugio, refugio, profugio; Latvian: izbēgt; Lithuanian: pabėgti; Malay: lari; Maltese: ħarab; Mansaka: losot; Maori: oraiti, paheno, pahiko, pakiha, mawhiti, puta te ihu, hōnea, whakatipa; Norman: êcapper; Northern Sami: báhtarit; Norwegian: unnslippe, unnkomme; Occitan: escapar; Old English: flēon, wiþfaran; Oromo: miliquu; Ottoman Turkish: قاچمق; Polish: wydostawać się, wydostać się; Portuguese: escapar, fugir; Romanian: evada, scăpa; Romansch: mitschar, mütschir, scappar, scapar, scapper; Russian: спасаться, спастись, совершать побег, совершить побег; Sanskrit: सिसर्ति; Slovak: utiecť; Slovene: zbežati, pobegniti; Spanish: escapar, liberarse, fugarse, furtarse; Swahili: kuponyoka; Swedish: fly, rymma; Tagalog: takas; Tamil: தப்பி; Thai: หนี; Turkish: kaçmak; Ukrainian: рятуватися, врятуватися, спасатися, спастися, утікати, втікати, втекти; Venetan: scanpar; Vietnamese: thoát, trốn thoát, trốn khỏi; Welsh: dianc; Yiddish: אַנטלויפֿן