ἄτμητος
English (LSJ)
ἄτμητον,
A not carved, IG1.322; λίθοι Ph.2.253; uncut, ἔθειραι A.R.2.708; unwounded, S.Fr.124; not laid waste, unravaged, γῆ Th.1.82: and so metaph., ὑγίεια Gal.6.18; ἄμπελοι unpruned, Plu. Num.14; unreaped, Ph.2.390; λίβανος ἄτμητος = in lumps, PMag.Par.1.1991; ἀργυρεῖα ἄτμητα = silvermines as yet unopened, X.Vect.4.27; of animals, entire, Arist.HA632a9.
II indivisible, Pl.Phdr.277b, Arist.EE 1230a29, Ph.1.505, al., Iamb.Comm.Math.4. Adv. ἀτμήτως = without carving, without pruning, indivisibly, undividedly Hero*Geom. p.85 H.
III that cannot be cut, Arist.Mete.387a6, Metaph.1023a2.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no cortado κυματίο καὶ ἀστραγάλο ἄτμɛ̄τοι ɛ̄σαν τέτταρες πόδες IG 13.474.138 (V a.C.), σικύη ἄ. Hp.Int.51, ἔθειραι A.R.2.708
•de la tierra intacta, no arrasada γῆ Th.1.82, fig. ὑγίεια Gal.6.18
•de las minas aún no explotadas ἐν τοῖς κατατετμημένοις πλείων ἀργυρῖτις ἢ ἐν τοῖς ἀτμήτοις ἐστί X.Vect.4.27
•de anim. no castrado op. ἐκτεμνόμενα Arist.HA 632a9
•de campos no segado τι τοῦ κλήρου μέρος ἄτμητον Ph.2.390
•no podado ἄτμητοι ἄμπελοι Plu.Num.14
•de substancias sólidas entero, en bloque λιβανωτός Orib.11.λ.7, cf. PMag.4.1991
•de piedras no tallado λίθος Ph.2.253.
2 no dividido εὐθεῖα Euc.6.10, Procl.Eucl.298.17.
II 1que no se puede cortar de los líquidos ὑγρὰ ἄτμητα Arist.Mete.387a6
•que no se corta fácilmente subst. τὸ ἄ. Arist.Metaph.1023a2.
2 invulnerable s. cont., S.Fr.124.
3 indivisible μέχρι τοῦ ἀτμήτου τέμνειν Pl.Phdr.277b, ἄ. ὁ μὴ τετμημένος Arist.EE 1230a39
•en lit. crist., de las relaciones del Logos con el padre ἄτμητον καὶ ἀχώριστον τοῦ πατρὸς ταύτην τὴν δύναμιν ὑπάρχειν Iust.Phil.Dial.128.3, de la naturaleza divina ἕνα θεὸν ... διὰ τὸ τῆς φύσεως ἄτμητον καὶ ἀδιαίρετον Gr.Nyss.Tres dei 46.14, de la unión del hombre con Dios ὁ ... Θεῷ ἐνωθεὶς ... ἀδιαίρετον ἔχειν καὶ ἄτμητον πρὸς αὐτὸν ὀφείλει συνάφειαν Isid.Pel.Ep.M.78.309C.
III adv. ἀτμήτως = de manera indivisible ἀ. ἡ μονὰς χωρίζεται de la Trinidad, Amph.Seleuc.211, cf. Gel.Cyz.HE 2.21.31.
German (Pape)
[Seite 387] nicht zu zerschneiden, untheilbar, μέχρι τοῦ ἀτμήτου τέμνειν Plat. Phaedr. 277 b; unbeschnitten, ἄμπελος Plut. Num. 14; κόμη Anth.; γῆ, nicht verwüstet, nicht verheert (s. τέμνω), Thuc. 1, 82; ἀργυρεῖα, Bergwerke, aus denen noch kein Silbererz gebrochen ist, Xen. Vect. 4, 27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non coupé, non taillé;
2 non dévasté.
Étymologie: ἀ, τέμνω.
Greek Monolingual
ἄτμητος, -ον (AM) τέμνω
1. αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να κοπεί
2. αδιαίρετος
αρχ.
1. (για περιοχή ή κτήματα) εκείνος που δεν έχει λεηλατηθεί και καταστραφεί με κόψιμο των δέντρων του από τους εχθρούς
2. (για ορυχείο, μεταλλείο κ.λπ.) που δεν έχει σκαφτεί
3. (για ζώο) μη ευνουχισμένος.
Greek Monotonic
ἄτμητος: -ον, I. αυτός που δεν κόβεται, μη χαρακωμένος, αυτός που δεν έχει ρήγματα, σε Θουκ., Πλούτ.· λέγεται για ορυχείο, αυτός που δεν έχει ανασκαφεί, σε Ξεν.
II. αδιαίρετος, αναπόσπαστος, αδιαχώρητος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτμητος:
1 несрезанный или неподрезанный (ἄμπελοι Plut.);
2 невскрытый (ἀργυρεῖα Xen.);
3 некастрированный (ζῷον Arst.);
4 неразоренный (γῆ Thuc.);
5 неделимый Arst.: μέχρι τοῦ ἀτμήτου τέμνειν Plat. делить, пока не доберешься до неделимого.
Middle Liddell
I. not cut up, unravaged, Thuc., Plut.: of mines, not yet opened, Xen.
II. undivided, indivisible, Plat.
Léxico de magia
-ον que no ha sido cortado ἔστι οὖν τὸ ἀγαθοποιόν· λίβανος ἄ., δάφνη esto es, pues, lo benéfico: incienso sin cortar, laurel P IV 2679
Lexicon Thucydideum
non devastatus, not ravaged, 1.82.3.
Translations
invulnerable
Belarusian: непаражальны; Bulgarian: неуязвим; Catalan: invulnerable; Czech: nezranitelný; Dutch: onkwetsbaar; Esperanto: nevundebla; French: invulnérable; German: unverwundbar; Greek: απρόσβλητος, άτρωτος; Ancient Greek: ἀδήλητος, ἀδιακόντιστος, ἀνούτατος, ἀνούτητος, ἀπήμαντος, ἄρρηκτος, ἄτμητος, ἀτόρητος, ἄτρωτος, δυσάλωτος, δύστρωτος; Hungarian: sebezhetetlen; Italian: invulnerabile; Latin: invulnerabilis, atrotus; Norwegian Bokmål: usårbar; Polish: niewrażliwy; Romanian: invulnerabil; Russian: неуязвимый; Slovak: nezraniteľný; Spanish: invulnerable; Ukrainian: невразливий
unwounded
Greek: άγγιχτος, ανέγγιχτος, αλάβωτος; Ancient Greek: ἀκέντητος, ἀνούτατος, ἀνούτητος, ἄουτος, ἄπληκτος, ἄτμητος, ἀτραυμάτιστος, ἄτρωτος; Manx: slane, gyn lhott, neulhottit