στάθμη
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
English (LSJ)
ἡ,
A carpenter's line or rule, ξέσσε δ' ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν [δοῦρα] Od.5.245, cf.23.197; [πελέκεας] ἐπὶ σ. ἴθ. 21.121; also στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει Il.15.410; τόρνου καὶ στάθμης καὶ γνώμονος . . ἰθύτερον Thgn.805; ἐπὶ σ. θεῖναι μίαν on a level, Arist.PA657a10: prop. στάθμη was the line rubbed with chalk or red ochre, being distd. from the rule (κανών) by Pl.Phlb.56c, X.Ages.10.2; κανόσι καὶ στάθμαις Plu.2.807d, etc.; λευκὴ σ., v. λευκός 11.1a: metaph., ἀτεχνῶς λευκὴ σ. εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς a white measuring-line, i.e. unable to discriminate, Pl.Chrm.154b, cf. Plu.2.513f. 2 παρὰ στάθμην by the rule, εἶμι παρὰ σ. ὀρθὴν ὁδόν Thgn.945, cf. 543; τέκτονος παρὰ σ. ἰόντος S.Fr.474; for A.Ag.1045 v. παρά c. 11.2; κατὰ στάθμην ἵστασθαι, c. gen., in a straight line with, Democr. ap. Plu.2.929c; κατὰ σ. ἐνόησας you guessed aright, Theoc.25.194; ὡς ἂν ἀπὸ στάθμης D.H.Comp.23; στάθμῃ Aret.SD2.11; πρὸς στάθμῃ πέτρον τίθεσθαι, μή τι πρὸς πέτρῳ στάθμην, i.e. when facts are obstinate, do not relax your standard, Com.(?) ap.Plu.2.75f(cf. Bergk PLG3.740); στάθμα πατρῴα perh. the measure [of piety] towards his father, Pi.P.6.45; στάθμας ἑλκόμενοι περισσᾶς perh. straining at an over-exact measure, ib.2.90. 3 verification, certification, τὰς σ. τῶν μέτρων ἀπὸ τοῦ βελτίστου ποιεῖσθαι prob. in PTeb.5.88 (ii B.C.). II plummet or plumbline, μολιβαχθής AP6.103 (Phil.); ῥιπτεῖσθαι ἄνω κατὰ στάθμην to be thrown perpendicularly upwards, Arist.Cael.296b24. III like γραμμή, the line which bounds the racecourse, goal, δραμεῖν ποτὶ στάθμαν, metaph. of man's life, Pi.N.6.7; παρ' οἵαν ἤλθομεν σ. βίου E.Ion 1514. 2 starting point, 'scratch', στάθμης ὁρμηθέντες ἀπόσσυτοι Opp.H.4.102, cf. Eust.1023.5. IV metaph., law, rule, ὑπὸ στάθμᾳ νέμεσθαι Pi.Fr.1.4; Υλλίδος στάθμας ἐν νόμοις, i.e. according to laws of Dorian rule, Id.P.1.62. V δοράτων στάθμαι butt-ends, like σαυρωτῆρες, D.S.17.35, cf. PCair.Zen. 782 (a).49 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 927] (ἵστημι), ἡ, Richtscheit, Richtschnur der Zimmerleute u. Maurer, bes. um Bauholz nach graden Linien zu behauen, ὥςτε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι, Il. 15, 410, u. öfters ἐπὶ στάθμην ἴθυνε, z. B. 5, 245, bei welchen Stellen man sowohl an die Setzwage, eine wagerechte Fläche zu bestimmen, denken kann, als an die mit Kreide od. Röthel bestrichene Schnur. mit der die Zimmerleute eine grade Linie vorzeichnen; Xen. Ages. 10, 2 sagt καλὸν εὕρημα ἀνθρώποις στάθμη καὶ κανὼν πρὸς τὰ ἀγαθὰ ἐργάζεσθαι; πρὸς στάθμῃ πέτραν τίθεσθαι, Plut. de prof virt. sent. p. 242. – Dah. die grade Linie, grade Richtung. u. sprichwörtl. παρὰ στάθμην, nach der Schnur, genau, nach strengem Recht, Theogn. 534. 939, wie Soph. frg. 421 τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος; vgl. auch Eur. παρ' οἵαν ἤλθ ομεν στάθμην βίου, Ion 1514; αὐτὸς κατὰ στάθμην ἐνόησας, du hast es errathen, Theocr. 25, 94; auch ἐπί, κατά, πρὸς στάθμην; vgl. πατρῴαν πρὸς στάθμαν ἐβα, Pind. P. 6, 45; von Gesetzen, Υλλίδος στάθμας ἐν νόμοις 1, 62, u. στάθμας περισσᾶς ἑλκόμενος 2, 90, wie wir sagen »einen großen Maaßstab anlegen«, vgl. Dissen zur Stelle; auch die Gränze, das Ziel, οἵαν τινὰ ποτὶ στάθμαν, N. 6, 7, vgl. Dissen. Aber Aesch. Ag. 1015 ὠμοί τε δούλοις πάντα καὶ παρὰ στάθμην ist = über Gebühr, wider Recht u. Billigkeit. – Λευκὴ στάθμη, eine nicht bestrichene Schnur, die keinen Strich bezeichnet, dah. τοῖς μὲν λόγοις τοῖς σοῖσιν οὐ τεκμαίρομαι, οὐ μᾶλλον ἢ λευκῷ λίθῳ λευκὴ στάθμ η, Soph. frg. 307; u. λευκὴ στ. sprichwörtlich von einem Menschen, der sich für Nichts bestimmt entscheidet, keinen eigenen Willen zeigt, ἀτεχνῶς λευκὴ στάθμη εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς, Plat. Charm. 154 b. – Das Senkblei, u. bes. das Blei an der Setzwage, VLL. – Auch der Strick, mit welchem bei den Volksversammlungen der Raum umgränzt u. im Theater die Plätze abgetheilt waren; dah. übh. Abgränzung, Gränze. – Δοράτων στάθμαι, das untere Ende, D. Sic. 17, 35.
Greek (Liddell-Scott)
στάθμη: ἡ, (ἴδε σταθερὸς ἐν τέλ.)· ― τὸ σχοινίον τοῦ τέκτονος ἢ κανών, μὲ τὸ ὁποῖον μετροῦν ἢ σημαδεύουν οἱ κτίσται καὶ ξυλουργοί, «στάφνη», Λατ. amussis, ξέσσε δ’ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν [δοῦρα] Ὀδ. Ε. 245, πρβλ. Ρ. 341, Φ. 44, Ψ. 197· οὕτω, τάφρον ἐπὶ στ. ἰθ. Φ. 121· ὡσαύτως, στάθμη δόρυ νήιον ἐξιθύνει Ἰλ. Ο. 410· τόρνου καὶ στάθμης καὶ γνώμονος ... εὐθύτερον Θέογν. 805· ἐπὶ στ. θεῖναι μίαν, ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἐπιπέδου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 20· ― κυρίως στάθμη ἦτο σχοινίον λεπτὸν ἐπαληλιμμένον διὰ κιμωλίας γῆς ἢ ἐρυθρᾶς ὤχρας, Λατιν. linea rubricatα, πρὸς σημείωσιν εὐθείας γραμμῆς χρησιμεῦον, καὶ ῥητῶς διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κανόνος παρὰ Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 56Β, Ξεν. Ἀγησ. 10, 2, Πλούτ., κλπ.· ἐντεῦθεν παροιμιωδῶς, τοῖς μὲν λόγοις τοῖς σοῖσιν οὐ τεκμαίρομαι, οὐ μᾶλλον ἢ λευκῷ λίθῳ λευκὴ στάθμη. ἥτις, ἐννοεῖται, οὐδὲν ἀφίνει σημεῖον. Σοφ. Ἀποσπ. 307· οὕτως ἐλλειπτικῶς, ἀτεχνῶς λευκὴ στάθμη εἰμὶ πρὸς τοὺς καλοὺς Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 513F. 2) ὡσαύτως παροιμ., παρὰ στάθμην, πλησίον τοῦ κανόνος, Λατ. ad amussim, εἶμι παρὰ στ. ὀρθὴν ὁδὸν Θέογν. 939, πρβλ. 543· τέκτονος παρὰ στ. ἰόντος Σοφ. Ἀποσπ. 421· (ἀλλὰ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1045, παρὰ στ. φαίνεται ὅτι σημαίνει πλησίον ἢ πέραν τῆς γραμμῆς, πέραν τοῦ μέτρου)· ὡσαύτως, κατὰ στάθμην ἵστασθαι Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 929C· κατὰ στ. νοεῖν, εἰκάζω ὀρθῶς, Θεόκρ. 25. 194· ὡς ἀπὸ στάθμης Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23· στάθμῃ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11· πρὸς στάθμῃ τίθεσθαι Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 75F· - στάθμα πατρῴα, τὸ μέτρον [τῆς εὐσεβείας, τοῦ σεβασμοῦ] πρὸς τὸν πατέρα του, Πινδ. Π. 6. 45· - περὶ τοῦ ἐν Πινδ. Π. 2. 166, ἴδε ἐν λ. ἕλκω Β. 3. ΙΙ. τὸ σχοινίον τῶν κτιστῶν τὸ ἔχον βάρος τι εἰς τὸ ἄκρον του πρὸς καθορισμὸν τῆς καθέτου, «στάφνη», μολιβαχθὴς Ἀνθ. Π. 6. 103· κατὰ στάθμην φέρεσθαι, καταβαίνω καθέτως, Ἀριστ. π. Ορ. 2. 14, 6. ΙΙΙ. ὡς τὸ γραμμή, ἡ γραμμὴ ἡ περιορίζουσα τὸν ἀγῶνα τοῦ δρόμου, τὸ τέρμα, Λατ. meta, πρὸς στάθμαν δραμεῖν, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, Πινδ. Ν. 6. 13· οὕτω, παρ’ οἵαν ἥκομεν στ. βίου Εὐρ. Ἴων 1514· - ὡσαύτως, τὸ σημεῖον τῆς ἀναχωρήσεως, Λατ. arceres, στάθμης ὁρμηθέντες ἀπόσσυτοι Ὀππ. Ἁλ. 4. 102. IV. μεταφορ., κανών, νόμος, ὑπὸ στάθμᾳ νέμεσθαι Πινδ. Ἀποσπ. 4. 5· Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις, κατὰ τοὺς νόμους τῆς Δωρικῆς κυβερνήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 120, πρβλ. Ἀποσπ. 4. 4. V. δοράτων στάθμαι, τὰ ὄπισθεν ἄκρα, οἱ οὐρίαχοι, ἄλλως σαυρωτῆρες, Διόδ. 17. 35.