τοιόσδε
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
άδε (Ion. ήδε), όνδε, a form of τοῖος, bearing the same relation to τοιοῦτος as ὅδε to οὗτος,
A such as this, in Hom. not so common as τοῖος, but in Hdt. and Att. much more so; sts. anteced. to οἷος, as ἀοιδοῦ τοιοῦδ' οἷος ὅδ' ἐστί Od.1.371, cf. 17.313, Il.24.375: but more freq. abs., ἀλλ' ὅδ' ἐγὼ τ. here am I such as you see, Od. 16.205, cf. 15.330; freq. with implications, so great, so bad, etc.; οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν 4.64; τοιόσδε τοσόσδε τε λαός Il.2.120, 799; τοιάδε λαίφεα such clothes, i. e. so bad, Od.20.206; τοσόσδε καὶ τοιόσδε Hdt.2.73: after Hom. anteced. to οἷος, S.Fr.576.2, Pl.Men. 75e, etc.; to ὅς, Hdt.7.158; rarely to a Conj., as ὡς, A.Pers.179: with a qualifying word, τοιόσδ' ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα Od.17.313; τοιόσδ' ἐστὶ πόδας 19.359: with the Art., ὁ τ. ἀνήρ, αἱ τ. πράξεις, A. Th.547, S.OT895 (lyr.); ἐν τῇ τ. ἀνάγκῃ Th.4.10; οἱ τοιοίδε S.Aj. 330; τὸ τ. Pl.Prt.358b; ἐν τῷ τοιῷδε in such circumstances, Hdt. 9.27, Th.2.36, etc.: without Art., κατὰ τοιόνδε in such wise, Hdt. 4.48, 7.10.έ; ἕτεροι τ. Id.1.207; φωνῆς ἐνεχθείσης τοιᾶσδε 2 Ep.Pet. 1.17: the sense is made more indef. by τοιόσδε τις, such a one, Hdt. 3.139, 4.50, freq. in Att., Pl.Smp.173e, al.: in prose narrative τοιάδε is, prop., as follows, τοιαῦτα as aforesaid, Hdt.1.8, al. (cf. ὅδε, οὗτος); but this distn. is not strictly observed. Adv. τοιῶσδε Adam.Vent. 37,39, Eust. ad D.P.Prooem.p.82 B., etc. [τοῐ- in A.Pr.239, Ag. 1400, S.OT435, Aj.453; but not so freq. as in τοιοῦτος.]
German (Pape)
[Seite 1124] = Vorigem mit verstärkter demonstrativer Bdtg, so beschaffen; gew. mit dem Nebenbegriffe des Großen, Ausgezeichneten, Vortrefflichen; Hom., bei dem es nicht so oft wie τοῖος vorkommt; dem οἷος entsprechend, ἀοιδοῦ τοιοῦδ', οἷος ὅδ' ἐστί, Od. 1, 371. 9, 4 Il. 24, 375; häufiger ohne diese Beziehung; mit einem acc. der nähern Bestimmung, εἰ τοιόσδ' εἴη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα, Od. 17, 313; ἤδη τοιόσδ' ἐστὶ πόδας, τοιόσδε τε χεῖρας, 19, 359, so beschaffen, ein solcher an Händen u. Füßen, u. öfter; Pind. Ol. 9, 8 I. 3, 45; τοιόσδε τοσόσδε τε λαός, eine solche, so tapfere und so große Schaar, Il. 2, 799; τοιάσδε ποινὰς ἀμπλακημάτων τίνω, Aesch. Prom. 112; τοιοῖσδε δή σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάμασιν αἰκίζεται, 255, u. öfter; ἐγὼ μὲν οὖν τοιόσδε σύμμαχος πέλω, Soph. O. R. 241, u. öfter; mit Nachdruck, τοιόνδε Παλλὰς φυτεύει πῆμα, Ai. 932; τοιοῖσδ' ἐν πόνοισιν 1295; ἐσθῆτι σὺν τοιᾷδε, mit solchem, so dürftigem Kleide, O. C. 1260; τοιάδ' ἀνύσαντες ἔργα, El. 205, so ruchlose Thaten; Eur., Ar. u. in Prosa; oft bei Her.: κατὰ τοιόνδε, auf solche Weise, aus solchen Gründen, 4, 48. 7, 10, 5; ἐν τῷ τοιῷδε, unter solchen Umständen, 9, 27; τοιόσδε τις, ein solcher, 4, 50; ἕτερος τοιόσδε, 1, 207; Plat. oft: λέγω δὲ τὸ τοιόνδε, Gorg. 476 b; Phaed. 64 d; τοιόνδε, οἷον εἰ, Polit. 297 b; auch mit τίς, ἦσαν οἱ λόγοι τοιοίδε τινές, Conv. 173 e, ungefähr solche. – Die genauern Schriftsteller beziehen es auf das Folgende, wie τοιοῦτος auf das Vorangegangene.
Greek (Liddell-Scott)
τοιόσδε: άδε (Ἰωνικ. ήδε), όνδε, ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ τοῖος, ἔχων τὴν αὐτὴν σχέσιν πρὸς τὸ τοιοῦτος, ἣν τὸ ὅδε πρὸς τὸ οὗτος, «τέτοιος δά», τοιοῦτος περίπου, ― παρ’ Ὁμ. οὐχὶ ὅσον σύνηθες ὅσον τὸ τοῖος, ἀλλ’ παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. πολλῷ συνηθέστερον· ἐνίοτε προηγεῖται τοῦ οἷος, οἷον, ἀοιδοῦ τοιοῦδ’ οἷος ὅδ’ ἐστὶ Ὀδ. Α. 371, πρβλ. Ι. 4., Ρ. 313, Ἰλ. Ω. 375· ἀλλὰ συνηθέστερον ἀπολ., ἀλλ’ ὅδ’ ἐγὼ τοιόσδε, ἰδοὺ ἐγὼ τοιοῦτος ὁποῖον μὲ βλέπεις, Ὀδ. Π. 205, πρβλ. Ο. 330· συχνάκις μετὰ ἐπιτετ. σημασίας, τόσον μέγας, τόσον ἔξοχος, τόσον κακός, κλπ.· οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν Δ. 64· τοιόσδε τοσόσδε τε λαὸς Ἰλ. Β. 120, 799· τοιάδε λαίφη, τοιαῦτα ἐνδύματα, δηλ. τόσον φαῦλα, Ὀδ. Υ. 206· τοσόσδε καὶ τοιόσδε Ἡρόδ. 2. 73· ἕτερος τ. ὁ αὐτ. 1. 207· ― καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ὡς δεικτικὸν τοῦ οἷος, Σοφ. Ἀποσπ. 14, Πλάτ. Φαίδων 64D, κλπ.· τοῦ ὅς, Ἡρόδ. 7. 158· σπανίως ὡς δεικτικὸν ἡγούμενον συνδέσμου, οἷον τοῦ ὡς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 179· ― ὡσαύτως μετὰ προσδιορισμοῦ τοῦ κατὰ τί, τοιόσδ’ ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα Ὀδ. Ν. 313· τοιόσδ’ ἐστὶ πόδας Τ. 359· ἐλλειπτ., κατὰ τοιόνδε [τρόπον] κατὰ τοιοῦτον τρόπον, Ἡρόδ. 4. 48., 7. 10, 5· ― μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ τ. ἀνήρ, αἱ τ. πράξεις Αἰσχύλ. Θήβ. 547, Σοφ. Ο. Τ. 895· ἐν τ. τῇ ἀνάγκῃ Θουκ. 4. 10· οἱ τοιοίδε Σοφ. Αἴ. 330· τὸ τ. Πλάτ. Πρωτ. 358Β· ἐν τῷ τοιῷδε, ἐν τοιαύταις προτάσεσι Ἡρόδ. 9. 27, Θουκ. 2. 36, κλπ.· ― ἡ ἔννοια καθίσταται μᾶλλον ἀόριστος διὰ τοῦ τοιόσδε τις, τοιοῦτός τις, τοιοῦτος περίπου, ὁ αὐτ. 3, 139., Δ. 50, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., ὡς Πλάτ. Συμπ. 173Ε. ― παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἐν διηγήσει τοιάδε σημαίνει κυρίως τὰ ἑξῆς περίπου, τὸ δὲ τοιαῦτα τὰ προειρημένα, τὰ προηγούμενα, Ἡρόδ. 1. 8, κ. ἀλλ. (πρβλ. ὅδε, οὗτος)· ἀλλ’ ἡ διάκρισις αὕτη δὲν τηρεῖται αὐστηρῶς. ― Ἐπίρρ. τοιῶσδε, Σχόλ. εἰς Σοφοκλ. Αἴ. 68, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. 45, 21, κλπ., Εὐστ. εἰς Διονύσ. Π. σελ. xiii, κλπ. [τοῐ - ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 237, Ἀγ. 1400, Σοφ. Αἴ. 453· ἀλλ’ οὐχὶ τόσον συνήθως ὡς ἐν τῷ τοιοῦτος].