καθάρσιος
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ον, (καθαίρω)
A cleansing from guilt or defilement, purifying, Ζεύς Hdt.1.44, cf. Arist.Mu.401a23, etc.; of Dionysus, μολεῖν καθαρσίῳ ποδί S.Ant.1144 (lyr.); of sacrifice, αἷμα A.Eu.449, Th.680; πῦρ E.HF937, IA1112, J.AJ20.8.5, al.; φλόξ E.Hel.869; προχύται Id.IA1471: c. gen., [Λοξίας] δωμάτων κ. A.Eu.63; ἱερὰ κ. οἴκων E. HF923; also κ. φόνου cleansing from . ., A.Eu.578. II as Subst., 1 καθάρσιον (sc. ἱερόν), τό, purificatory offering, Aeschin. 1.23, cf. Phot.: pl., BMus.Inscr.481*.280: hence, expiation, καθαρσίου ἐδέετο κυρῆσαι Hdt.1.35, cf. Jul.Or.2.58d. 2 (sc. φάρμακον) purge, Alex.Trall.1.15, POxy.1384.1 (v A.D.), Phlp. in Ph.318.12. III καθάρσια, τά,= Lat. illuvies, Gloss. (nisi leg. ἀκαθαρσία).
German (Pape)
[Seite 1282] reinigend, bes. von Verbrechen und Schuld, sühnend; φόνου δὲ τοῦδ' ἐγὼ καθάρσιος Aesch. Eum. 548, wie Λοξίας δωμάτων καθάρσιος 63; so mit Bezug auf das Sühnungsopfer αἱμα καθ. 427 Spt. 680; μολεῖν καθαρσίῳ ποδί, von Dionysus, als Schutzgott Thebens, der nahen u. die Stadt entsühnen soll, Soph. Ant. 1130; Ζεύς Her. 1, 44 Arist. mund. 7 u. A, wie θεοί Poll. 1, 24; πῦρ Eur. Herc. Fur. 937; ἱερὰ καθάρσια οἴκων 923, wie Plut. Cam. 20; so τὸ καθάρσιον, sc. ἱερόν, Reinigungsopfer, καθαρσίου ἐδέετο κυρῆσαι Her. 1, 35; häufiger im plur., Eur. I. T. 1225 u. Plut. Rom. 21; ἐπειδὰν τὸ καθ. περιενεχθῇ Aesch. 1, 23, wozu Harpocr. bemerkt, daß in Athen die Versammlungsplätze gereinigt wurden, μικροῖς χοιριδίοις, ἅπερ ὠνόμαζον καθάρσια; so auch Sp., vgl. κάθαρμα. Auch sc. φάρμακον, Purgirmittel, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθάρσιος: -ον, (καθαίρω) καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, καθαρτικός, ἀγνιστικός, Ζεὺς Ἡρόδ. 1. 44, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 3, κτλ.· περὶ τοῦ Βάκχου, μολεῖν καθαρσίῳ ποδὶ Σοφ. Ἀντ. 1144· - ἀνήκων εἰς θυσίαν, αἷμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 449, Θ. 680· πῦρ, φλὸξ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 927, Ι. Α. 1112, Ἑλ. 869· προχύται Ι. Α. 1472. 2) μετὰ γεν., καθ. φόνου, καθαρίζων, ἐξαγνίζων ἀπό.., Αἰσχύλ. Εὐμ. 578· Λοξίας δωμάτων καθάρσιος, ὁ καθαρίζων, ἐξαγνίζων τὰ δώματα, αὐτόθι 63· καθάρσιος οἴκων, ἐξαγνιστικὸς οἴκων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 923. II. ὡς οὐσιαστ., 1) καθάρσιον (δηλ. ἱερόν), τό, καθαρτήριος θυσία, ὡσαύτως, τὸ θῦμα, Αἰσχίν. 4. 10· - ἐντεῦθεν, καθαρμός, ἁγνισμός, καθαρσίου ἐδέετο κυρῆσαι Ἡρόδ. 1. 35, πρβλ. Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 44. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ φάρμακον) ὡς καὶ νῦν, καθάρσιον, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. σ. 111.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on peut purifier ou expier;
2 qui purifie, qui a la vertu de purifier au sens religieux ; avec un gén. : δωμάτων ESCHL qui purifie une demeure ; τὸ καθάρσιον (ἱερόν) sacrifice expiatoire HDT ; victime offerte pour un sacrifice expiatoire.
Étymologie: καθαίρω.