ἐφοδιάζω

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφοδιάζω Medium diacritics: ἐφοδιάζω Low diacritics: εφοδιάζω Capitals: ΕΦΟΔΙΑΖΩ
Transliteration A: ephodiázō Transliteration B: ephodiazō Transliteration C: efodiazo Beta Code: e)fodia/zw

English (LSJ)

Ion. ἐποδ-,

   A furnish with supplies for a journey, ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες ἐς Ἀθήνας Hdt. 9.99; τινα Plu.Cat.Mi.65: c. dupl. acc., ἐφόδιον -ιάσεις αὐτόν LXX De.15.14: metaph., of Philosophy, ἐ. τινὰ πρὸς τὴν στρατείαν Plu. 2.327e:—Med., supply oneself, ἐκ τῆς πόλεως Plb.18.20.2:—Pass., to be supplied with, τι LXX Jo.9.12; λαμπρῶς -ασθείς J.BJ2.7.1: metaph., Ph.1.535; διὰ τὸ μὴ ἐφωδιάσθαι ἀπὸ φυσιολογίας Theo Sm. p.188 H.    2 generally, supply or furnish with a thing, αὑτοὺς ἀλκῇ καὶ ὅπλοις D.S.5.34; also ταῦτά σοι ἐφωδίασα Apollod.Poliorc.138.1.    3 reduce to system, Ptol.Tetr.9.    4 = impetum facio, irruo, Gloss.    II Med., c. acc. rei, πενταδραχμίαν ἑκάστῳ ἐφοδιασάμενος having seen that five drachmae were paid to each, X.HG1.6.12.    2 metaph., maintain, promote, ἀργίαν Plu.Sol.23; τὴν ἀπείθειαν Id.Cor.16.

German (Pape)

[Seite 1121] ion. ἐποδιάζω, mit Reisebedürfnissen versehen; τούτους ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες Her. 9, 99; Plut. Cat. min. 65; übh. mit dem Erforderlichen versehen, ausrüsten, αὑτοὺς ἀλκῇ καὶ τοῖς ὅπλοις D. Sic. 5, 34; οἷς (συνέσει, σωφροσύνῃ u. ä.) αὐτὸν ἐφωδίαζε φιλοσοφία πρὸς τὴν στρατείαν Plut. de Alex. fort. I, 4; dem βοηθεῖν entsprechend, befördern, τὴν ἀργίαν Sol. 23. – Med. (sich) mit dem zur Reise Nöthigen versorgen lassen, ἐκ Χίου πενταδραχμίαν ἑκάστῳ τῶν ναυτῶν ἐφοδιασάμενος Xen. Hell. 1, 6, 12, er ließ Jedem fünf Drachmen für die Reise zahlen; Pol. 18, 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφοδιάζω: Ἰων. ἐποδιάζω: μέλλ. -άσω, ἐφοδιάζω τινὰ μὲ τὰ ἀπαιτούμενα διὰ ταξείδιον, Λατ. viaticum dare, τούτους λυσάμενοι ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες ἐς τὰς Ἀθήνας Ἡρόδ. 9. 99· τινὰ Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 65: - Μέσ., λαμβάνω μετ’ ἐμοῦ τὰ ἀναγκαῖα ἐφόδια, ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 18. 3, 2. - Παθ., ἐφοδιάζομαι μέ τι, θερμοὺς ἐφωδιάσθημεν αὐτοὺς (δηλ. τοὺς ἄρτους) Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. Θ΄. 12)· 2) καθόλου, χορηγῶ τι, ἐφοδιάζω, αὐτοὺς ἀλκῇ καὶ ὅπλοις Διόδ. 5. 34, πρβλ. Πλούτ. 2. 327. ΙΙ. Μέσ. μετ’ αἰτ. πράγμ., πενταδραχμίαν ἑκάστῳ ἐφοδιασάμενος, φροντίσας ὥστε εἰς ἕκαστον νὰ δοθῶσι πέντε δραχμαί, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 12. 3) μεταφ., διατηρῶ, προάγω, ἀργίαν Πλουτ. Σόλων 23· την ἀπείθειαν ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 16.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐφωδίαζον, f. ἐφοδιάσω;
1 munir qqn de provisions pour un voyage, acc.;
2 p. ext. munir : τινά τινι qqn de qch ; en gén. protéger, défendre, encourager : ἀργίαν PLUT, ἀπείθειαν PLUT l’oisiveté, la désobéissance;
Moy. ἐφοδιάζομαι (se) faire remettre comme provisions de voyage ou frais de route, acc..
Étymologie: ἐφόδιον.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφοδιάζω, Α και ιων. τ. ἐποδιάζω) εφόδιον
1. παρέχω εφόδια, προμηθεύω σε κάποιον τα αναγκαία για την πορεία ή την εκστρατεία
2. παρέχω τα μέσα, τα εφόδια για κάτι, προμηθεύω
4. μέσ. εφοδιάζομαι
προμηθεύομαι, παίρνω κάτι για τον εαυτό μου
αρχ.
1. ενισχύω, διατηρώ, προάγω
2. κάνω έφοδο, εισβάλλω
3. ευθαρρύνω, παρακινώ
4. διδάσκω, καθοδηγώ, πληροφορώ.