ἐνδείκνυμι
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
or ἐνδεικνύω, fut. -δείξω,
A mark, point out, τι Pi.O.7.58; πρίν γ' ἂν ἐνδείξω τί δρῶ S.OC48; ἐ. τῷ δικαστηρίῳ τἀδικήματα Antipho 6.37, etc.; indicate, τοὺς καιρούς Gal.1.204: c. part., show that a thing is, Pl.Plt.278b; also ἑκάστοις ἐ. τὰ ἔργα ἀποτελεῖν ib.308e. 2 law-term, inform against, τινά Id.Ap.32b: abs., Isoc.18.20; ἐ. ταῖς ἀρχαῖς Pl.Lg.856c, cf. And.1.8, etc.; τῷ φήναντι ἢ ἐνδείξαντι IG22.1128.18; ἐ. πρὸς τοὺς μαστῆρας ib.12(7).62.53 (Amorgos, iv B. C.):— Med., Plu.Sol.24:—freq. in Pass., κακοῦργος ἐνδεδειγμένος Antipho 5.9; ἐνδειχθείς Lys.6.15, OGI669.45 (Egypt, i A.D.); ἐνδειχθέντα δικάζειν ὀφείλοντα τῷ δημοσίῳ D.21.182. 3 exhibit, display, ὑπερήφανον αἰχμάν A.Pr.406 (lyr.). 4 Med., declare the possession of goods to fiscal authorities, PRev.Laws54.10 (iii B.C.). II Med., show forth oneself or what is one's own, once in Hom., Πηλεΐδῃ ἐνδείξομαι I will declare myself to Achilles, Il.19.83; ἐνδεικνύμενοι τὴν ἑαυτῶν γνώμην Hdt.8.141; ἐ. περί τινος Plb.4.28.4; τι μετ' ἀποδείξεως Id.5.16.7. 2 show, make plain, c. part., πῶς δ' ἂν . . μᾶλλον ἐνδείξαιτό τις πόσιν προτιμῶσ' . .; E.Alc.154, cf.Ba.47, X.Cyr.1.6.10; τὴν δύναμιν κρείττω οὖσαν ἐ. D.21.66; also ἐ. ὅτι . . Th.8.82, Pl.Ap.23b, X. Cyr.8.3.21; ἐ. ὁποῖα τούτων ἀληθῆ Pl.Tht.158e:—Pass., ἐνδεδεῖχθαι τὸ βούλεσθαι D.8.12. b prove, demonstrate, PMagd.3.10 (iii B.C.), Phld.Sign.11, al. 3 c. acc. rei, display, exhibit, τὸ εὔψυχον Th.4.126; εὔνοιάν τινα Ar.Pl.785; τῷ σώματι τὴν εὔνοιαν, οὐ Χρήμας ιν οὐδὲ λόγοις, ἐνεδείξατο τῇ πατρίδι D.21.145; τύπῳ τἀληθὲς ἐ. Arist.EN 1094b20; of a name, denote, Pl.Cra.394e. 4 ἐνδείκνυσθαί τινι display oneself to one, make a set at him, court him, D.19.113, Aeschin. 3.217, etc.; ἐνδεικνύμενοι καὶ ὑπερκολακεύοντές τινα D.19.160; make a show, show off, τινί Pl.Prt.317c, Arist.Oec.1352b13.
German (Pape)
[Seite 831] (s. δείκνυμι), anzeigen; ἀπεόντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λέχος Ἀελίου Pind. Ol. 7, 58; πρὶν γ' ἂν ἐνδείξω τί δρᾶν Soph. O. C. 48; θεοῖς τοῖς πάρος αἰχμάν, zur Schau, Aesch. Prom. 404; τὴν αὐτὴν ὁμοιότητα ἐν ἀμφοτέραις οὖσαν Plat. Polit. 278 b; c. inf., anweisen, 308 e. Bes. vor Gericht anzeigen, eine Klage (ἔνδειξις) anstellen, ὑμῖν τὸν ἄνδρα Andoc. 2, 14, vgl. 1, 8; ἐνδειχθείς Lys. 6, 15; δὶς ἐν τῷ αὐτῷ ἐνδέδεικται 30, wie Plat. Apol. 32 c u. A. – Med. – a) bei Hom. Il. 19, 83 Πηλείδῃ ἐνδείξομαι, ich werde mich an ihn wenden u. mich bei ihm entschuldigen, eigtl. ich werde mich gegen ihn erklären; vgl. Dem. 19, 113 ἐνδεικνύμενος τοῖς πρέσβεσι, wie 160 οὗτοι δ' ἐχαρίζοντο πάντ' ἐνδεικνύμενοι καὶ ὑπερκολακεύοντες ἐκεῖνον, sich Einem willfährig zeigen, sich bei ihm instnuiren, vgl. c). – b) beweisen, darthun, überführen; ἐνδείκνυμαι ὅτι οὐ σοφός ἐστι Plat. Apol. 23 a, u. so oft; οἱόν ἐστι τὸ πρᾶγμα Crat. 428 e; Xen. Cyr. 8, 3, 21 u. Folgde; εὔνοιαν, zeigen, einen Beweis davon geben, Ar. Plut. 585 Xen. An. 6, 1, 19; τὴν ἑωυτῶν γνώμην, kund geben, Her. 8, 141. Auch c. partic., αὐτῷ θεὸς γεγῶσ' ἐνδείξομαι, ich werde ihm zeigen, daß ich eine Göttinn bin, Eur. Bacch. 97, wie Alc. 154; Xen. Cyr. 1, 6, 10 u. A. – Bes. c) zur Schau tragen, womit prunken, καὶ καλλωπίζεσθαι Plat. Prot. 307 c. Dah. Ἀλεξάνδρῳ, sich ihm empfehlen wollen, Aesch. 3, 216; s. oben a) u. vgl. Arist. Oec. 2, 33; Plut. Cic. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδείκνῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -δείξω, δεικνύω, ὑποδεικνύω, «δείχνω», Λατ. indicare, ἀπεόντος δ’ οὕτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου, ἀπόντος τοῦ Ἡλίου οὐδεὶς ὑπέδειξεν (ἢ ὑπέμνησεν) εἰς τὸν Δία τὸν κλῆρον αὐτοῦ, Πίνδ. Ο. 7. 107· πρίν γ’ ἂν ἐνδείξω τί δρῶ, πρὶν ποιήσω γνωστὸν (εἰς τὴν πόλιν) τί πράττω, Σοφ. Ο. Κ. 48 (περὶ τοῦ δυσκόλου τούτου χωρίου ἴδε τὰς διορθώσεις τῶν κριτικῶν ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Jebb.)· ἐνδ. τὰ ἀδικήματα τῷ δικαστηρίῳ Ἀντιφῶν 145. 40, κτλ.· μετὰ μετοχῆς, δεικνύω ὅτι πρᾶγμά τι εἶναι, ἐνδεικνύναι τὴν αὐτὴν ὁμοιότητα καὶ φύσιν ἐν ἀμφοτέραις οὖσαν ταῖς συμπλοκαῖς Πλάτ. Πολιτικ. 278Β· μετ’ ἀπαρ., δεικνύω εἴς τινα τί νὰ πράξῃ, τοιαῦτα ἑκάστοις ἐνδεικνῦσα τὰ ἔργα ἀποτελεῖν, οἷα ἄν…, κτλ., αὐτόθι 308Ε. 2) ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, καταμηνύω, καταγγέλλω, (ἴδε τὴν λέξ. ἔνδειξις Ι. 2), Πλάτ. Ἀπολ. 32Β· ἐνδ. ταῖς ἀρχαῖς ὁ αὐτ. Νόμ. 856C· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλούτ. Σόλ. 24· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., κακοῦργος ἐνδεδειγμένος Ἀντιφῶν 130. 16, πρβλ. Ἀνδοκ. 2. 10, Πλάτ. Ἀπολ. 32Β· ἐνδειχθεὶς Λυσ. 104. 34· ἐνδειχθέντα δεκάζειν, καταγγελθέντα ὅτι δεκάζει, ὅτι διὰ χρημάτων φθείρει τοὺς δικαστάς, Δημ. 573. 11. ΙΙ. Μέσ., ἀποτείνω τὸν λόγον, ἐξηγοῦμαι Ἰλ. Τ. 83· ἐνδείκνυσθαι τὴν γνώμην Ἡρόδ. 8. 141· σαφὲς ἐνδ. τι Πλάτ. Θεαίτ. 158Β· ἐνδ. περί τινος Πολύβ. 4. 28, 4· τι ὁ αὐτ. 5. 16, 7. 2) μετὰ μετοχ., δεικνύω, ἀποδεικνύω διὰ τεκμηρίων ὅτι πράττω τι, πῶς δ’ ἄν… μᾶλλον ἐνδείξαιτό τις πόσιν προτιμῷσ᾿…; Εὐρ. Ἄλκ. 154, πρβλ. Βάκχ. 47, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 10· τὴν δύναμιν κρείττω οὖσαν ἐνδ. Δημ. 535, ἐν τέλει, πρβλ. Ἰσοκρ. 375Β· οὕτως, ἐνδ. ὅτι… οἷον…, Θουκ. 8.82, Πλάτ. Ἀπολ. 23Β, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 21· μετ’ ἀπαρ., ἐνδεδεῖχθαι βούλεσθαι Δημ. 93, 2. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπιδεικνύω, Λατ. prae se ferre, ὑπερήφανον αἰχμὰν Αἰσχύλ. Πέρσ. 405· τὸ εὔψυχον Θουκ. 4. 126· τὴν εὔνοιαν Ἀριστοφ. Πλ. 785· τῷ σώματι τὴν εὔνοιαν, οὐ χρήμασιν οὐδὲ λόγοις ἐνεδείξατο τῇ πατρίδι Δημ. 561. 25· τύπῳ τἀληθὲς ἐνδ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 3, 4. 4) δεικνύω προθυμίαν πρός τινα, προσπαθῶ νὰ ἑλκύσω τὴν εὔνοιαν αὐτοῦ, θεραπεύω αὐτόν, Λατ. ostentare ἢ venditare se alicui, ἐνδεικνύμενος τοῖς πρέσβεσι τοῖς παρὰ Φιλίππου παροῦσι Δημ. 375. 21· ἀλλ’ ἐνδεικνύμενος Ἀλεξάνδρῳ, πωλῶν ἐκδούλευσιν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον, Αἰσχίν. 84 ἐν τέλει· οὗτοι δ’ ἐχαρίζοντο πάντ’ ἐνδεικνύμενοι καὶ ὑπερκολακεύοντες ἐκεῖνον Δημ. 391. 19· πρβλ. ἔνδειξις ΙΙ· ἀπολ., κάμνω ἐπίδειξιν, ὑπώπτευσα γὰρ βούλεσθαι αὐτὸν τῷ τε Προδίκῳ καὶ τῷ Ἱππίᾳ ἐνδείξασθαι καὶ καλλωπίσασθαι Πλάτ. Πρωτ. 317C.
French (Bailly abrégé)
f. ἐνδείξω;
I. au propre montrer devant, montrer du doigt ; τινί τι qch à qqn;
II. fig. 1 expliquer : πρίν γ’ ἂν ἐνδείξω τί δρῶ SOPH avant d’avoir exposé la chose pour savoir ce que je dois faire;
2 ordonner : τινι avec l’inf., à qqn de;
3 indiquer, signaler, dénoncer ; poursuivre en justice, accuser;
Moy. ἐνδείκνυμαι;
1 montrer, prouver : τὸ εὔψυχον THC, τὴν εὔνοιαν AR sa générosité, ses bons sentiments ; ἐνδείκνυσο σπουδάζων ISOCR montre que tu as du zèle;
2 donner ses raisons, démontrer, expliquer : Πηλεΐδῃ IL donner ses raisons au fils de Pélée;
3 se faire connaître, se faire valoir : τινί auprès de qqn.
Étymologie: ἐν, δείκνυμι.
English (Slater)
ἐνδείκνυμι
1 mark out ἀπεόντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου (O. 7.58)