μυελός
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
English (LSJ)
ὁ,
A marrow, μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλθ' Il.20.482, cf. Pl.Ti.73b sq., 91b, Thphr.HP1.2.6, etc.: pl., Ti.Locr.100b; brain, S.Tr.781, Gal.UP8.4; μ. ῥαχίτης spinal cord, Hp.Coac.499; μ. νωτιαῖος Diocl.Fr.141. 2 fat, χηνὸς μ. Hp.Nat.Mul.109, al. 3 marrow as good food, ἐπὶ γούνασι πατρὸς μυελὸν οἶον ἔδεσκε Il.22.501 (but ἄλφιτα μ. ἀνδρῶν, as becoming or making marrow, Od.2.290, cf. 20.108): metaph., φάγεσθε τὸν μ. τῆς γῆς LXX Ge.45.18. 4 metaph., νεαρὸς μ. A.Ag.76 (anap.); πρὸς ἄκρον μ. ψυχῆς marrow, inmost part, E.Hipp.255 (anap.); Τρινακρίας μ., of Syracuse, Theoc. 28.18. 5 generally, soft, marrow-like meat, Alex.186.10. [ῡ always in Hom.: ῠ always in Att.; so also in the deriv. words.]
German (Pape)
[Seite 213] ὁ, Mark; μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλτο, Il. 20, 482; μυελὸν οἱον ἔδεσκε καὶ οἰῶν πίονα δημόν, 22, 501; auch übertr. ἄλφιτα u. ἀλείατα μυελὸς ἀνδρῶν, Mark der Männer, die nahrhafte, stärkende Speise, Od. 2, 290. 20, 108; νεαρὸς μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων, Aesch. Ag. 76; das Gehirn, κόμης δὲ λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει, Soph. Tr. 778; übertr. sagt Eur. πρὸς ἄκρον μ υελὸν ψυχῆς, Hipp. 255; ὀστέα μυελῶν περιφράγματα, Tim. Locr. 100 b; διαυχένιος καὶ νωτιαῖος, Plat. Tim. 54 a, öfter, u. Folgde. – Bei Alexis in Ath. III, 117 d, εἶτ' εἰς λοπάδιον ὑποπάσας ἡδύσματα, ἐνθεὶς τὸ τέμαχος, λευκὸν οἶνον ἐπιχέας, ἐπεσκέδασα τοὔλαιον· εἶθ' ἕψων ποιῶ μυελόν, scheint eine Art Gallerte gemeint; vgl. Mein. zu Philox. coen. (Ath. XIV, 643) III p. 638 u. μυελόεις. – Uebh. das Innere, Sp. – Uebtr. nennt Theocr. 28, 18 Syrakus νάσω Τρινακρίας μυελόν. – [Υ, bei Hom. stets lang, ist bei den Attikern gewöhnlich kurz, wie in den angeführten Stellen der Tragg.; auch zuweilen bei sp. Ep., vgl. Iac. A. P. p. XCIV; so auch in den Ableitungen.]
Greek (Liddell-Scott)
μυελός: ὁ, μυαλόν, Λατ. medulla, μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλθ’ Ἰλ. Υ. 482, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 73Β κἑξ., 91Α· πληθ., Τίμ. Λοκρ. 100Β· - ὁ ἐγκέφαλος, Σοφ. Τρ. 781. 2) ἡ ἐντεριώνη, «καρδιὰ» τῶν φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 3, 1, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 6. 3) μεταφορ., ἐπὶ τροφῆς δυναμωτικῆς, οἶνον... καὶ ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν Ὀδ. Β. 290, Υ. 108· ἐντεῦθεν λέγεται περὶ τοῦ Ἀστυάνακτος ὅτι: ἐπὶ γούνασι πατρὸς μυελὸν οἶον ἔδεσκε Ἰλ. Χ. 501· νεαρὸς μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 76· πρὸς ἄκρον μ. ψυχῆς, τὸ ἐνδότερον αυτῆς, Εὐρ. Ἱππ. 255· Τρινακρίας μ., ἐπὶ τῶν Συρακουσῶν, Θεόκρ. 28. 18. 4) καθόλου, κρέας τρυφερόν, ὅμοιον μυελῷ, Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1, 10, ἴδε Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 3, σελ. 638· πρβλ. μυελόεις. [ῡ ἀεὶ παρ’ Ὁμ.· ῠ ἀεὶ παρ’ Ἀττ.· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν παραγώγων].
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
moelle ; p. ext. toute substance nutritive ou fortifiante.
Étymologie: DELG innovation du grec qui remplace le nom i.-e.