ἐπεύχομαι
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
A pray or make a vow to a deity, c. dat., θεοῖς, Διΐ, Od.11.46, Il.6.475, etc.; but in S.OC1024, ἐ. θεοῖς give thanks to them: c. dat. et inf., pray to one that .., ἐπεύχετο πᾶσι θεοῖσι νοστῆσαι Ὀδυσῆα Od.14.423, 20.238, cf. S.Ph.1470, Ar.Pax1320 (anap.), etc.: without a dat., κατθανεῖν ἐπηυχόμην S.Tr.16; ἐ. εὐορκοῦντι εἶναι ἀγαθά Lexap.And.1.98, cf. Aeschin.3.111: c. acc. rei, pray for, θανάτου μοῖραν A.Ag. 1462 (lyr.): c. acc. cogn., ἐ. λιτάς S.OC484; τοιαῦτα θεοῖς A.Th. 280: later, c. acc. pers., ἐ. θεούς Aristaenet.2.2. II vow, c. fut. inf., ἐ. θήσειν τροπαῖα A.Th.276. III imprecate upon, μόρον . . Πελοπίδαις Id.Ag.1600, cf. 501, Ch.112; ἀρὰς τοῖς ἀπειθοῦσιν Pl.Criti. 119e: c. inf. ἐπεύχομαι [αὐτῷ] παθεῖν S.OT249: abs., utter imprecations, μὴ 'πεύξῃ πέρα Id.Ph.1286, cf. Tr.809: rarely in good sense, ἐ. εὐτυχίαν τινί Plu.Galb.18; ἐ. τινὶ εὐτυχεῖν A.Th.481. IV exult over, δοιοῖσιν ἐπεύξεαι Ἱππασίδῃσι Il.11.431: abs., 5.119. 2 c. inf., boast that .., c. aor. inf., μιγῆναι h.Ven.287; fut., A.Ag.1262; pres., Id.Eu.58, etc.; Ἄργος πατρίδ' ἐμὴν ἐ. (sc. εἶναι) E.IT508: c. part., ἐ. ἐκφυγόν boast that it has escaped, Pl.Sph.235c, cf. E.Rh.693 (reading θρασύς).
German (Pape)
[Seite 918] 1) beten zu einer Gottheit, ihr Gelübde machen, θεοῖς, νοστῆσαι Ὀδυσῆα, zu den Göttern flehen, daß Odysseus zurückkehre, Od. 14, 423, wie Διΐ, Ἀρτέμιδι; so ματρί Pind. P. 3, 77; τοιαῦτ' ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖς Aesch. Spt. 261; Ἡλίῳ – ἐχθροὺς τίνειν Ag. 1296; Νύμφαις ἐπευξάμενοι νόστου σωτῆρας ἱκέσθαι Soph. Phil. 1456; τοῖσι θεοῖσιν διδόναι πλοῦτον τοῖς Ἕλλησιν Ar. Par 1285; τῷ θεῷ τὸ κεχαρισμένον αὐτῷ θῦμα ἑλεῖν Plat. Critia. 119 d; Folgde, wie πᾶσι θεοῖς, εὐτυχίαν μοι δοῦναι Dem. 18, 141; oft absolut, wie τάσδ' ἐπεύχεσθαι λιτάς Soph. O. C. 485; dazu, dabei flehen, Eur. Hec. 542. Erst Sp. auch mit dem acc. der Person, anflehen, θεούς Aristaen. 2, 2; Xen. Cyn. 1, 12. – Geloben, ἐπεύχομαι θήσειν τρόπαια Aesch. Spt. 258; – anwünschen, bes. etwas Böses, μόρον ἄφερτον Πελοπίδαις Aesch. Ag. 1582; ὅρκος μεγάλας ἀρὰς ἐπευχόμενος τοῖς ἀπειθοῦσι Plat. Critia. 119 e, vgl. Legg. XI, 931 b; καὶ ἐπεύχεται αὐτοῖς μήτε γῆν καρποὺς φέρειν Aesch. 3, 111, bei Sp. auch Gutes, wie εὐτυχίαν τινί Plut. Galb. 18. – 2) sich damit rühmen, prahlen, Il. 5, 119 u. öfter, δοιοῖσιν, Ἱππασίδῃσιν 11. 431; c. inf. Aesch. Ag. 1235; c. partic., Eum. 58; Ἄργος πατρίδ' ἐμήν. I. T. 508, μέγα θράσος Rhes. 693; ἣν οὔποτε ἐπεύξεταί τις ῥαστώνῃ παραλαβεῖν Plat. Epin. 991 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεύχομαι: Ἀποθ., εὔχομαι, προσεύχομαι, παρακαλῶ, δέομαι, ἱκετεύω, μετὰ δοτ., θεοῖς Διῒ Ὅμ., Ἡρόδ., κλπ.· ἀλλ’ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1024, ἐπεύχεσθαι θεοῖς, προσφέρειν αὐτοῖς εὐχαριστίας·- μετ’ ἀπαρ., ἱκετεύω τινὰ ἵνα..., ἐπεύχετο πᾶσι θεοῖσι νοστῆσαι Ὀδυσῆα Ὀδ. Ξ. 423, Υ. 238, πρβλ. Σοφ. Φιλ. ἐν τέλει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1230, κτλ.· κατθανεῖν ἐπηυχόμην Σοφ. Τρ. 16· ἐπ. εὐορκοῦντι εἶναι ἀγαθὰ Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13.22, πρβλ. Αἰσχίν. 69.15·- μετ’ αἰτ. πράγμ., εὔχομαι ὅπως μοι ἐπέλθῃ τι, μηδὲν θανάτου μοῖραν ἐπεύχου τοῖσδε βαρυνθεὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1462· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπ. λιτὰς Σοφ. Ο. Κ. 484· τοιαῦτα θεοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 279·- βραδύτερον μετ’ αἰτ. προσώπου ἐπ. θεοὺς Ξεν. Ἐφ. 1. 12, Ἀρισταίν. 2.2. II. ποιοῦμαι εὐχήν, «τάζω», «κάμνω τάμμα», μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ἐπεύχομαι θήσειν τροπαῖα Αἰσχύλ. Θήβ. 276. ΙΙΙ. κατεύχομαι, καταρῶμαι, μόρον… Πελοπίδαις ἐπεύχεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1600, πρβλ. 501, Χο. 112· ἀρὰς τοῖς ἀπειθοῦσιν Πλάτ. Κριτίας 119Ε· μετ’ ἀπαρ., ἐπεύχομαι αὐτῷ παθεῖν Σοφ. Ο. Τ. 249· ἀπολ., ἐπαρὰς ποιοῦμαι, καταρῶμαι, μή ’πεύξῃ πέρα ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1286. πρβλ. Τρ. 809·- σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐπ. εὐτυχίαν τινὶ Πλουτ. Γάλβ. 18, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 481. IV. καυχῶμαι ἐπί τινι, σήμερον ἢ δοιοῖσιν ἐπεύξεαι Ἱππασίδῃσι τοιώδ’ ἄνδρε κατακτείνας…, ἤ κεν κτλ, «σήμερον ἢ δυσὶν υἱοῖς τοῦ Ἱππάσου ἐπικαυχήσῃ ἄνδρας τοιούτους ἀνελὼν…, ἢ κτλ. (Θ. Γαζῆς) Ἰλ. Λ. 431· ἀπολ., Ε. 119. 2) μετ’ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι…, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 287, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1262, Εὐμ. 58, κτλ.· Ἄργος πατρίδ’ ἐμὴν ἐπ. ἐξυπ. εἶναι Εὐρ. Ι. Τ. 508· μετὰ μετοχ., μήποτε ἐκφυγὸν ἐπεύξηται. καυχηθῇ ὅτι..., Πλάτ. Σοφ. 235C. 3) μετ’ αἰτ., τίς ὃς μέγα θράσος ἐπεύξεται χεῖρα φυγὼν ἐμάν; τίς εἶναι ἐκεῖνος ὅστις θὰ καυχηθῇ ἐπὶ τῇ μεγάλῃ τόλμῃ αὐτοῦ ὅτι διέφυγε τὴν χεῖρά μου; Εὐρ. Ρῆσ. 693.
French (Bailly abrégé)
I. adresser une prière :
1 prier, supplier : τινι qqn ; τι demander qch par une prière ; ἐπ. λιτάς SOPH adresser une prière ; τι θεοῖς ESCHL adresser une prière aux dieux ; κατθανεῖν ἐπηυχόμην SOPH je priais pour obtenir de mourir;
2 rendre grâces par ses prières : θεοῖς SOPH aux dieux;
3 faire vœu de, inf. fut.;
4 exprimer un vœu, un souhait en mauv. part : ἐπ. μόρον τινί ESCHL souhaiter la mort à qqn ; ἐπ. τινι avec un inf., souhaiter pour le malheur de qqn qu’une chose arrive;
II. se glorifier de, se vanter de : τινι, τι de qch.
Étymologie: ἐπί, εὔχομαι.
English (Autenrieth)
fut. 2 sing. ἐπεύξεαι, aor. ἐπεύξατο: (1) pray (at some juncture), add a prayer, Od. 10.533, Od. 14.436.—(2) boast over, exult (at), Il. 11.431, Il. 5.119.— In both senses abs., or w. dat., and w. foll. inf.
English (Slater)
ἐπεύχομαι
1 offer a prayer ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί (P. 3.77) c. inf. ἐ]πεύχο[μαι] δ' Οὐρανοῦ τ εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ εὐμαχανίαν διδόμεν Πα. 7B. 15.