ἄκυλος

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκῠλος Medium diacritics: ἄκυλος Low diacritics: άκυλος Capitals: ΑΚΥΛΟΣ
Transliteration A: ákylos Transliteration B: akylos Transliteration C: akylos Beta Code: a)/kulos

English (LSJ)

(ἡ, Theoc.5.94), the

   A acorn of Quercus Ilex, given to swine with βάλανος, Od.10.242, Pherecr. 186, Arist.HA595a29, cf. Amphis 38, Thphr.HP3.16.3 :—used in games, Poll.9.103.    II ornament or jewel in form of acorn, IG2.767b11 :—neut., ἄκυλον, τό, Ἐφ. Ἀρχ.1895.70.

German (Pape)

[Seite 87] ἡ, die eßbare Eichel, Frucht der πρῖνος, Amphis bei Ath. II, 50 e, u. der ἀρία, Theophr. H. Pl. 3, 16; Hom. einmal, Od. 10, 242 πάρ ῥ' ἄκυλον βάλανόν τ' ἔβαλεν καρπόν τε κρανείης; Theocr. 5, 94; neben βάλανος Phereer. B. A. 373.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκῠλος: ὁ, εἶδος βαλάνου διδομένης εἰς τοὺς χοίρους μετὰ τῆς κοινῆς βαλάνου, Ὀδ. Κ. 242, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 6, 4: - ὁ καρπὸς τοῦ πρίνου, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· πρβλ. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 16. 3. (ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ Σανσκρ. âç (edere, ἐσθίειν)).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
gland comestible, fruit.
Étymologie: DELG orig. obsc.

English (Autenrieth)

edible acorn, sweet acorn, Od. 10.242†.

Spanish (DGE)

(ἄκῠλος) -ου, ἡ

• Alolema(s): hάκ- IG 13.387.69 (V a.C.)

• Prosodia: [ᾰ-]
1 bellota de encina Od.10.242, Hp.Vict.2.55, Pherecr.13, Amphis 38, Cratin.180, Arist.HA 595a29, Thphr.HP 3.16.3, Theoc.5.94, Nic.Al.261.
2 adorno en forma de bellota ὅρμος χρυσōς ἀκύλον IG 13.386.62 (V a.C.), cf. 22.1544.11 (Eleusis IV a.C.).

• Etimología: Prob. prést.

Greek Monolingual

ο, η (Α ἄκυλος)
ονομασία που έδιναν παλαιότερα στον καρπό του πρίνου
αρχ.
είδος βαλανιδιού που δινόταν στους χοίρους μαζί με το κοινό βαλανίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας
αβέβαιη είναι η σύνδεση της λ. με το ουσ. άκολος «ψίχουλο» και με το ρ. της σανσκρ. aśnāti «τρώγω»].