βοῤῥᾶς

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

German (Pape)

[Seite 454] ὁ, att. für βορέας, w. m. s.

English (Strong)

of uncertain derivation; the north (properly, wind): north.

Greek Monolingual

και βοριάς, ο (AM βορρᾱς, Α και Βορέας, -ου, Βορέης και Βορῆς, -έω και Βορεύς -έως)
το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται προς τον Βόρειο Πόλο
2. βόρειος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «άνεμος του βουνού» και θεωρήθηκε παράγωγο μιας λέξεως με σημ. «βουνό», η οποία εμφανίζεται σε αρκετές ινδοευρ. γλώσσες με διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας
πρβλ. αρχ. ινδ. girί = αβεστ., gairi- «βουνό», λιθ. gὶrė «δάσος», αρχ. σλ. gora «βουνό» κ.ά. Εξάλλου, ο σχηματισμός του θέματος της λέξεως δεν είναι σαφής. Ο τ. Βορράς, που χρησιμοποιείται κυρίως στην αττική διάλεκτο, προήλθε από τον τ. Βορέας, με συνίζηση του -ε- σε -ι- από τη συμπροφορά του με την επόμενη συλλαβή και αφομοιωτική επίδραση προς το προηγούμενο -ε- που οδήγησε σε διπλασιασμό του -ρ-, προτού το φωνήεν συναιρεθεί τελικά με το ακολουθούν σε -α-. Η κλίση σε -ᾱς, γεν. - πιθ. αναλογικά προς τα προσηγορικά και ανθρωπωνύμια σε -ᾱς (πρβλ. Αγαθᾱς, αργᾱς, φαγᾱς κ.ά.].