ἄφρων

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφρων Medium diacritics: ἄφρων Low diacritics: άφρων Capitals: ΑΦΡΩΝ
Transliteration A: áphrōn Transliteration B: aphrōn Transliteration C: afron Beta Code: a)/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A senseless, of statues, X. Mem.1.4.4:— and so, crazed, frantic, ἄφρονα κούρην Il.5.875, cf. 761, A.Eu.377 (lyr.); silly, foolish, Il.3.220, Hes.Op.[210], S.El.941, etc.; φρένας ἄ. Il.4.104; τὸ ἄ., = ἀφροσύνη, Th.5.105, X.Mem.1.2.55; τῶ φρονίμῳ τῆς γνώμης παύοντες τὸ ἄ. <τῆς ῥώμης> Gorg.Fr.6; ἐξ ἄφρονος σώφρων γεγένηται X.Cyr.3.1.17: Comp. -έστερος Pl.Cra.392c: Sup. -έστατος X.Mem.2.1.5. Adv. -νως senselessly, S.Aj.766, X.HG5.1.19; opp. νοῦν ἐχόντως, Isoc.5.7: Comp. -εστέρως Pl.La.193c; -έστερον Jul.Or.7.224d.    2 ἄφρων, = κώνειον, Ps.-Dsc.4.78.

German (Pape)

[Seite 415] ον (φρήν), unverständig, thöricht, von Hom. an überall. Bei Plat. dem φρόνιμος entgeggstzt, Soph. 247 a u. öfter; τὸ ἄφρον, der Unverstand, Xen. Mem. 1, 2, 55.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφρων: -ον, γεν. ονος (φρὴν) στερούμενος φρενῶν, ἐπὶ ἀγαλμάτων, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4: ― καὶ ἑπομένως παράφρων, μανιώδης, ἄφρονα κούρην Ἰλ. Ε. 875, πρβλ. 761, Αἰσχύλ. Εὐμ. 377, Σοφ. Ἠλ. 941· ἢ μωρός, ἀνόητος, Λατ. amens, Ἰλ. Γ. 220, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 208, κτλ.· φρένας ἀφρ. Ἰλ. Δ. 104· τὸ ἄφρον = ἀφροσύνη, Θουκ. 5. 105, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 55· ἐξ ἄφρονος σώφρων ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 17· πρβλ. ἀπόπληκτος. ― Συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἀφρονέστερος, -έστατος. ― Ἐπίρρ. ἀφρόνως, ἀνοήτως, Σοφ. Αἴ. 766, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
I. privé de sentiment;
II. qui a perdu la raison :
1 furieux, fou;
2 insensé, déraisonnable ; τὸ ἄφρον démence folie;
Cp. ἀφρονέστερος, Sp. ἀφρονέστατος.
Étymologie: ἀ, φρήν.

English (Autenrieth)

(φρήν): thoughtless, foolish.

English (Slater)

ἄφρων
   1 foolish m. pl. pro subs. πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74)

Spanish (DGE)

-ον
I adj.
1 de pers. insensato, sin juicio, tonto, estúpido τῷ (Pándaro) δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθεν Il.4.104, de Ulises Il.3.220, ἄνθρωπος A.Fr.392, cf. Hp.Morb.Sacr.7.7, Th.6.33, ἀνήρ LXX Pr.6.12, μηδ' ἄ. γένῃ Ar.V.729, de los gálatas, Call.Del.184, del alma, Plot.5.9.2, cf. Pl.Epin.976d, ἐγκέφαλος Nonn.D.10.26, sup. ἄδικοι καὶ ὑβρισταὶ καὶ ἀφρονέστατοι Pl.Lg.630b, de anim. τοῖς ἀφρονεστάτοις τῶν θηρίων X.Mem.2.1.5, de la parte del alma que se instala en una planta, Plot.5.2.2
esp. de estatuas sin seso εἴδωλα ἄφρονά τε καὶ ἀκίνητα X.Mem.1.4.4.
2 c. idea de violencia, de pers. insensato, loco, frenético κούρη Il.5.875, de Ares Il.5.761, de Electra, S.El.941, ἄ. δ' ὅς κ' ἐθέλῃ πρὸς κρείσσονας ἀντιφερίζειν Hes.Op.210, ἄφρονα Ῥοῖκον ἔολπα Call.Dian.221, esp. de un epiléptico, Hp.Vict.1.35
de pasiones o situaciones anímicas no dominadas por la razón insensato, irracional, loco οὐκ οἶδεν τόδ' ὑπ' ἄφρονι λύμᾳ A.Eu.377, βουλεύματα E.Ph.1647, λόγος E.HF 758, προθυμία E.HF 310, ref. a θάρρος y φόβος Pl.Ti.69d, λύσσα Nonn.D.5.331.
II subst.
1 τὸ ἄφρον sinrazón, insensatez τῷ φρονίμῳ τῆς γνώμης παύοντες τὸ ἄφρον τῆς ῥώμης Gorg.B 6, οὐ ζηλοῦμεν τὸ ἄφρον de los melios, Th.5.105, τὸ ἄφρον ἄτιμόν ἐστι X.Mem.1.2.55, ἐξ ἄφρονος σώφρων γεγένηται X.Cyr.3.1.17, τὸ ἄφρον τῆς διανοίας Pl.Phdr.265e, cf. dud. Diog.Oen.34.6.1.
2 ὁ ἄ. tb. sin art. insensato, necio σοφὸς ... πεδ' ἀφρόνων Pi.P.8.74, στόμα δ' ἀφρόνων ἀναγγελεῖ κακά LXX Pr.15.2, παιδευτὴς ἀφρόνων Ep.Rom.2.20, τῶν ἀφρόνων φρόνιμοι 2Ep.Cor.11.19, cf. Eu.Luc.11.40.
3 bot. τὸ ἄφρον otro n. de la cicuta Ps.Dsc.4.78.
III adv.
1 -ως insensatamente, sin sentido ἠμείψατο S.Ai.766, ἀ. ἔπλει X.HG 5.1.19.
2 -εστέρως del modo más insensato ἀ. ... οἱ τοιοῦτοι κινδυνεύουσιν Pl.La.193c
-έστερον en una correlación οὐκ ἀφρόνως μὲν ... ἀνελθόντες δὲ ... ἀ. ἐχρήσασθε Iul.Or.7.224d.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and φρήν; properly, mindless, i.e. stupid, (by implication) ignorant, (specially) egotistic, (practically) rash, or (morally) unbelieving: fool(-ish), unwise.

English (Thayer)

ἀφρωνος, ὁ, ἡ, Ἄφρον, τό (from the alpha privative and φρήν, cf. εὔφρων, σώφρων) (from Homer down), properly, without reason (εἴδωλα, Xenophon, mem. 1,4, 4); of beasts, ibid. 1,4, 14), senseless, foolish, stupid; without refection or intelligence, acting rashly: φρόνιμος, as in συνιέντες); Schmidt, chapter 147 § 17.)

Greek Monolingual

(-ονος), -ον (AM ἄφρων) φρην
1. ανόητος, απερίσκεπτος
2. παράλογος, τρελός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄφρον
η αφροσύνη.