βέλτερος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
α, ον,
A = βελτίων, poet. Comp. of ἀγαθός, better, more excellent, Hom. only in neut., βέλτερόν [ἐστι] it is better, c. inf., Il.15.511, 21.485: c. dat. pers. et inf., Od.17.18; βέλτερον εἰ . . 6.282, cf. Thgn.92, A.Th.337, etc.: Sup. βέλτατος, η, ον, Id.Eu.487, Supp. 1054.
German (Pape)
[Seite 441] p. = βελτίων, Hom. Odyss. 6, 282. 17, 18 (v. l. βέλτιον) Iliad. 14, 81. 15, 511. 18, 302. 21, 485. 22; 129. 23, 605 (v. l. δεύτερον), überall in der Form βέλτερον neutr.; – Hesiod. Op. 365 βέλτερον neutr.; Aeschyl. Suppl. 1070; Sept. 337 βέλτερα; Theogn. 92 und Pseudo-Phocylid. 130 = 122 mascul. βέλτερος. – Aeschyl. hat auch einen superlat. βέλτατος, Eumenid. 487 βέλτατα, Suppl. 1055 βέλτατον.
Greek (Liddell-Scott)
βέλτερος: -α, -ον, = βελτίων, ποιητ. συγκρ. τοῦ ἀγαθός, καλλίτερος, ἐξοχώτερος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ οὐδέτερον, βέλτερόν [ἐστι], εἶναι καλλίτερον (ἀπροσώπως) μετ’ ἀπαρεμφ., Ἰλ. Ο. 511, Φ. 485· μ. δοτ. προσ. καί ἀπαρ., Ὀδ. Ρ. 18· βέλτερον εἰ … Ζ. 282· ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 91, Αἰσχύλ. Θήβ. 337, κτλ. - Ἐντεῦθεν σπάνιόν τι ὑπερθ. βέλτατος, η, ον, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 487, Ἱκέτ. 1055.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
Cp. poét. de ἀγαθός, meilleur ; βέλτερόν (ἐστι) avec l’inf. IL, OD il est mieux de ; βέλτερον εἰ OD (elle a) mieux fait de.
Étymologie: cf. βελτίων.
English (Autenrieth)
better, only neut. sing., βέλτερον (ἐστί), foll. by inf., βέλτερον εἰ, Od. 6.282.
Spanish (DGE)
-α, -ον
compar. de ἀγαθός q.u. mejor frec. neutr., c. o sin ἐστι e inf. es mejor, es preferible βέλτερόν ἐστι ... θῆρας ἐναιρεῖν ... ἢ κρείσσοσιν ... μάχεσθαι mejor es matar fieras que enfrentarse a hombres más fuertes, Il.21.485, cf. Od.17.18, βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ... ἠὲ βιῶναι es mejor morir que seguir viviendo, Il.15.511, cf. h.Merc.170, A.R.4.1255, Q.S.9.524, 10.44
•c.or. de inf. como primer término de la comparación τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν ἤ περ Ἀχαιούς es mejor que alguno de ellos participe, que no los aqueos, Il.18.302
•c. or. de rel. βέλτερον ὃς φεύγων προφύγῃ, κακὸν ἠὲ ἀλώῃ es preferible que el que huye escape al mal, a que sea cogido, Il.14.81, no neutro ἐχθρὸς β. ἢ φίλος ὤν siendo mejor enemigo que amigo Theogn.92
•c. gen. como segundo término de la compar. βέλτερα τῶνδε πράσσειν A.Th.337, cf. Supp.1069, β. ἀλκήεντος ἔφυ σεσοφισμένος ἀνήρ Ps.Phoc.130
•c. inf. pero sin segundo término de la compar. βέλτερον ... ἔριδι ξυνελαυνέμεν ὅττι τάχιστα Il.22.129, οἴκοι βέλτερον εἶναι, ἐπεὶ βλαβερὸν τὸ θύρηφιν Hes.Op.365, h.Merc.36, cf. A.R.2.338, βέλτερον, εἰ καὐτή περ ἐποιχομένη πόσιν εὗρεν ἄλλοθεν mejor si ella yendo fuera encontró marido en otro sitio, Od.6.282, cf. A.R.1.254, v. tb. βελτίων.
• Etimología: Rel. ai. bála- ‘fuerza’, lat. dēbilis, aesl. bolĭjĭ, etc. c. un suf. -teros de compar.