σέβας

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέβας Medium diacritics: σέβας Low diacritics: σέβας Capitals: ΣΕΒΑΣ
Transliteration A: sébas Transliteration B: sebas Transliteration C: sevas Beta Code: se/bas

English (LSJ)

τό, only nom., acc., and voc. sg.; pl.

   A σέβη A. Supp.755, as if from σέβος, τό: (σέβομαι):—reverential awe, which prevents one from doing something disgraceful (cf. σέβομαι), σ. δέ σε θυμὸν ἱκέσθω Πάτροκλον Τρῳῇσι κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι Il.18.178; αἰδώς τε σ. τε h.Cer.190; also awe with a notion of wonder, σ. μ' ἔχει εἰσορόωντα Od.3.123, 4.75, cf. 142, etc.: generally, reverence, worship, honour, σ. ἀφίσταται A.Ch.54 (lyr.); σ. τὸ πρὸς θεῶν Id.Supp.396 (lyr.): c. gen. objecti, Διὸς σέβας reverence for him, Id.Ch.645 (lyr.): c. gen. subjecti, πάγος ἄρειος, ἐν δὲ τῷ σ. ἀστῶν Id.Eu.690; so εἰ. περ ἴσχει Ζεὺς ἔτ' ἐξ ἐμοῦ σ. S.Ant.304.    II after Hom., the object of reverential awe, holiness, majesty, σ. Τροΐας Sapph.Supp.5.9; δαιμόνων σ. A.Supp. 85 (lyr.); γᾶ, πάνδικον σ. ib.776 (lyr.); θεῶν σέβη ib.755, cf. E.Med.752; Ἥλιε, . . Θρῃξὶ πρέσβιστον σ. (as Bothe and Lob. for σέλας) S.Fr.582; σ. ἐμπόρων, of a funeral mound serving as a land-mark, E.Alc.999 (lyr.): hence periphr. of reverend persons, ὦ μητρὸς ἐμῆς σ. A.Pr.1091 (anap.); σ. κηρύκων, of Hermes, Id.Ag.515; σ. ὦ δέσποτ' Id.Ch.157 (lyr.), cf. E.IA633; Πειθοῦς σ. A.Eu.885; τοκέων σ. ib.546 (lyr.); Ζηνὸς σ. S.Ph.1289; of things, σ. μηρῶν A.Fr.135; χειρός E.Hipp. 335; σ. ἀρρήτων ἱερῶν Ar.Nu.302.    2 object of awestruck wonder, σ. πᾶσιν ἰδέσθαι h.Cer.10: πᾶσι τοῖς ἐκεῖ σέβας, of Orestes, S.El.685; of the arms of Achilles, Id.Ph.402 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 867] τό, fast nur im nom., accus. u. voc. sing. gebr., ehrfurchtsvolle, staunende Scheu; bes. – a) die Scheu vor der Gottheit, od. die Schaam vor Menschen, wenn man etwas Unrechtes zu thun im Begriff ist, wogegen das eigene Gefühl sich auflehnt, σέβας δέ σε θυμὸν ἱκέσθω, Πάτροκλον κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι, Il. 18, 178; dah. Ehrfurcht u. Schaamgefühl, αἰδώς τε σέβας τε, H. h. Cer. 190; u. so oft Tragg. : τὸ πᾶν Διὸς σέβας παρεκβάντες, Aesch. Ch. 635; τοκέων σέβας εὖ προτίων, die Ehrfurcht vor den Eltern, Eum. 516; vgl. τὸ γὰρ τεκόντων σέβας τρίτον τόδ' ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται, Suppl. 688; plur., θεῶν σέβη δείσαντες, 755; εἴπερ ἴσχει Ζεὺς ἔτ' ἐξ ἐμοῦ σέβας, Soph. Ant. 304; σέβας ἀῤῥήτων ἱερῶν, Ar. Nubb. 302. – b) die Scheu, welche den Menschen bei einem unerwarteten, überraschenden Anblick ergreift, Staunen, Bewunderung, σέβας μ' ἔχει εἰσορόωντα, Od. 3, 123. 4, 75. 142; εἰσῆλθε λαμπρός, πᾶσι τοῖς ἐκεῖ σέβας, Soph. El. 675. – c) der Gegenstand der Verehrung, Ἑρμῆν, φίλον κήρυκα, κηρύκων σέβας, Aesch. Ag. 501, vgl. Prom. 1093 Ch. 154; ἀπώμοσ' ἁγνοῦ Ζηνὸς ὕψιστον σέβας, Soph. Phil. 1273; ὦ σέβας ἐμοὶ μέγιστον, Eur. I. A. 633, u. oft, als Umschreibung der verehrten Person; auch sp. D., wie Theocr. 24, 76.

Greek (Liddell-Scott)

σέβας: τό, εἶναι ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ., αἰτ. καὶ κλητ. τοῦ ἑνικοῦ· πληθ. σέβη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 755, ὥσπερ ἐξ ὀνομαστ. σέβος· (σέβομαι)· - φόβος μετὰ σεβασμοῦ, αἴσθημα φόβου καὶ σεβασμοῦ ὅπερ ἐγείρεται εἰς τὴν καρδίαν τινὸς καὶ παρακωλύει αὐτὸν ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι αἰσχρὸν (πρβλ. σέβομαι), σέβας δέ σε θυμὸν ἱκέσθω Πάτροκλον Τρωῇσι κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι Ἰλ. Σ 178· αἰδώς τε σέβας τε, ἡνωμένα, Ὁμ. ὕμν. εἰς Δήμ. 190· ὡσαύτως, σεβασμὸς μετά τινος ἐννοίας θαυμασμοῦ, σέβας μ’ ἔχει εἰσορώοντα Ὀδ. Γ. 123, Δ. 75, 142, κτλ.· - καθόλου, σεβασμός, τιμὴ μεγάλη, προσκύνησις, συχν. παρὰ τοῖς Τραγ.· σ. ἀφίσταται Αἰσχύλ. Χο. 54· σ. τὸ πρὸς θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 396· μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, Διὸς σέβας, σεβασμὸς πρὸς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 645· μετὰ γεν. τοῦ ὑποκειμ., πάγος ἄρειος, ἐν δὲ τῷ σέβας ἀστῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 600· οὕτως, εἴ περ ἴσχει Ζεὺς ἔτ’ ἐξ ἐμοῦ σ. Σοφ. Ἀντ. 304. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., τὸ ἀντικείμενον τοῦ σεβασμοῦ, ἁγιότης, μεγαλοπρέπεια, μεγαλεῖον, ἱερὸν πρᾶγμα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 84, 776· σ. ἐμπόρων, ἐπὶ λόφου τινὸς ἀνεγερθέντος εἰς τιμὴν νεκροῦ καὶ χρησιμεύοντος εἰς τοὺς ἐμπόρους ὡς σημεῖον τῆς ὁδοῦ ἢ τῆς χώρας, Εὐρ. Ἄλκ. 1000· - ἐντεῦθεν ὡς περίφρασις προσώπων, ὦ μητρὸς ἐμᾶς σ. Αἰσχύλ. Πρ. 1091· σ. κηρύκων, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 515· σέβας ὦ δέσποτ’ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 157, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 633· Πειθοῦς σ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 885· τοκέων σ. αὐτόθι 545· Ζηνὸς σέβας Σοφ. Φιλ. 1289· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, σ. μηρῶν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 135· χειρὸς Εὐρ. Ἱππ. 335· σ. ἀρρήτων ἱερῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 302· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 750· οὕτω παρὰ τῷ Σαιξπ. λέγεται «my scepter ’s awe». 2) ἀντικείμενον θαυμασμοῦ, θαῦμα, σέβας πᾶσιν ἰδέσθαι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 10· θεοῖς σ. ἄφθιτον Χρησμ. παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 68· πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 685, ἔνθα ὁ Ὀρέστης λέγεται:πᾶσι τοῖς ἐκεῖ σέβας· Ἥλιε, ... Θρῃξὶ πρέσβιστον σέβας (κατὰ τὸν Bothe καὶ Λοβέκ. ἀντὶ τοῦ σέλας) ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 523· οὕτω καὶ ἐπὶ τιμῆς ἀποδοθείσης εἰς τινα, ὡς ἐδόθησαν εἰς τὸν Ὀδυσσέα τὰ ὅπλα τοῦ Ἀχιλλέως, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 402. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σέβας· τιμή, θαῦμα. θάμβος, ἔκπληξις. αἰδώς».

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. aux deux formes σέβας (nom., voc., acc. sg.) et σέβη (nom. acc. pl.);
I. dans Hom., etc. crainte religieuse, crainte mêlée de respect ; crainte, pudeur : ἔσχειν σέβας ἔκ τινος SOPH obtenir du respect de qqn ; θεῶν σέβας (c. θεοὶ σεβαστοί) SOPH dieux vénérables;
II. après Hom;
1 ce qui inspire le respect, objet de respect ; sainteté, majesté : ὦ μητρὸς ἐμᾶς σέβας ESCHL ô mère sainte ! σέβας χειρὸς τὸ σόν EUR une chose aussi sacrée que ta main suppliante;
2 objet de crainte, de respect ou d’admiration;
3 marque d’honneur.
Étymologie: R. Σεβ, honorer ; v. σέβω.

English (Autenrieth)

awe, reverence, dread; thenastonishment,’ ‘wonder,’ Od. 3.123, Od. 4.75.