ανάπτω
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
Greek Monolingual
(Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω)
για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω
αρχ.
1. αναρτώ, κρεμώ
2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω
3. δένω, προσδένω, συνδέω
4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω
5. βάζω φωτιά, ανάβω, πυροδοτώ
6. (αμτβ.) ανάβω, παίρνω φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάπτω < αν(α)- + άπτω. Ο τ. ανάβω, μεταπλασμένος τ. ενεστώτα < άναψα, νεώτ. αόριστος του ανάπτω (πρβλ. έθλιψα-θλίβω, έτριψα-τρίβω κ.ά.).
ΠΑΡ. άναμμα, αναπτός
αρχ.
ανάπτης, άναψις
νεοελλ.
αναπτήρας.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναβοσβήνω, μισοανάβω].