ἕλωρ

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕλωρ Medium diacritics: ἕλωρ Low diacritics: έλωρ Capitals: ΕΛΩΡ
Transliteration A: hélōr Transliteration B: helōr Transliteration C: elor Beta Code: e(/lwr

English (LSJ)

τό, Ep. word (twice in Trag., v. infr.), only nom. and acc. sg. and pl.: (ἑλεῖν):—

   A spoil, prey, in sg., of unburied corpses, ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕ. καὶ κύρμα γενέσθαι Il.5.488, cf. 17.151; μὴ θήρεσσιν ἕ. κ. κ. γένωμαι Od.5.473, cf. 3.271, A.R.1.1251; of valuables, μή . . ἕ. ἄλλοισι γένηται Od.13.208; κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕ. S.Aj.830: pl., κυσὶν δ' ἕλωρα . . πέλειν A.Supp.800 (lyr.).    II in pl. also, Πατρόκλοιο δ' ἕλωρα . . ἀποτείσῃ may pay penalty for the slaughter of P., Il.18.93.

German (Pape)

[Seite 803] ωρος, τό (ἑλεῖν), Raub, Beute, Fang; bes. von den Leichnamen, die unbestattet als Fraß für Thiere liegen bleiben; vgl. über den Hvmerischen Gebrauch des Wortes Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 103; ἀνδράσι δυσμενέεσσιν, οἰωνοῖσιν, θήρεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι, Il. 5, 488 Od. 3, 271. 5, 473; Aesch. κυσὶν δ' ἔπειθ' ἕλωρα οὐκ ἀναίνομαι πέλειν Suppl. 781; μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕλωρ Soph. Ai. 817; An. Rh. 1, 1251; Orph. Arg. 671; – von Sachen, Od. 13, 208; – Πατρόκλοιο ἕλωρα ἀποτίνειν Il. 18, 93, Hektor soll Buße dafür zahlen, daß Patroklos ihm zum Raube geworden ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἕλωρ: τό, Ἐπ. λέξις (ἀπαντῶσα δὶς παρὰ Τραγ.) ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτιατ. ἑν. καὶ πληθ. (ἑλεῖν): ἄγρα, λεία, λάφυρον, σπάραγμα, ἕλκυσμα, τὸ ἑνικὸν ἐπὶ ἀτάφων πτωμάτων, ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι Ἰλ. Ε. 488, πρβλ. Ρ. 151· μὴ θήρεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένωμαι Ὀδ. Ε. 473, πρβλ. Γ. 271· ἐπὶ πολυτίμων πραγμάτων, μὴ … ἕλωρ ἄλλοισι γένηται Ν. 208· οὕτω, κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ’ ἕλωρ Σοφ. Αἴ 830· ἐν τῷ πληθ., κυσὶ δ’ ἕλωρα … πέλειν Αἰσχύλ. Ἱκ. 800. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, Πατρόκοιο δ’ ἕλωρα … ἀποτίσῃ, «τιμωρίαν δὲ παράσχῃ ἀξίαν ὑπὲρ τῆς Πατρόκλου ἀναιρέσεως» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 93.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg. et plur.
1 d’ord. au sg. proie, particul. corps devenant la proie de l’ennemi, des oiseaux de proie, etc.
2 τὰ ἕλωρα représailles, vengeance.
Étymologie: pour *Ϝέλωρ ; cf. ἑλεῖν.

English (Autenrieth)

(ϝελεῖν): prey, spoil, of wild beasts, birds, enemies; pl., Πατρόκλοιο ἕλωρα ἀποτίνειν, pay the penaltyfor taking and slaying’ (ἑλεῖν) Patroclus, Il. 18.93.

Spanish (DGE)

τό

• Morfología: [sólo nom. sg. y nom. plu. ἕλωρα]
presa, despojo, expolio, botín ref. cadáveres insepultos μή μιν Ἀχαιοὶ ... ἕ. δηίοισι λίποιεν Il.17.667, cf. 5.684, A.R.4.403, κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕ. S.Ai.830, cf. A.R.1.1251, Orph.A.673, Q.S.14.285, Gr.Naz.M.37.1348A, frec. en la constr. ἕ. καὶ κύρμα: ὡς ... ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕ. καὶ κύρμα γένησθε Il.5.489, cf. 17.151, Dionysius 19ue.24, οἰωνοῖσιν ἕ. καὶ κύρμα γενέσθαι Od.3.271, cf. 5.473, Ps.Phoc.185, Man.3.260, plu. mismo sent. αἴ κε μὴ ... Πατρόκλοιο δ' ἕλωρα ... ἀποτείσῃ si no paga por haber hecho expolio de Patroclo, Il.18.93, κυσὶν ... ἕλωρα ... οὐκ ἀναίνομαι πέλειν A.Supp.800
ref. objetos de valor μή πώς μοι ἕ. ἄλλοισι γένηται Od.13.208, ἕ. ἔσῃ ἀνθρώποισιν ἐρασταῖς de Troya Orac.Sib.3.413
fig. ἀνὴρ οἷος ... κεῖται ἕ. Ἀίδῃ AP 7.439 (Theodorid.), cf. Procl.H.7.41.

Greek Monolingual

ἕλωρ, το (Α)
1. αυτός που αρπάζεται με τη βία, λάφυρο, λεία
2. στον πληθ. φόνος, θάνατος.