ἔντεα

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντεα Medium diacritics: ἔντεα Low diacritics: έντεα Capitals: ΕΝΤΕΑ
Transliteration A: éntea Transliteration B: entea Transliteration C: entea Beta Code: e)/ntea

English (LSJ)

τά,

   A fighting gear, arms, armour, ἔ. ἀρήϊα Il.10.407, Od. 23.368; ἔ. πατρός 19.17; esp. coat of mail, corslet, Il.10.34; ἔντε' ἔδυνεν 3.339, etc.    II furniture, appliances, tackle, ἔ. δαιτός Od. 7.232; ἔ. νηός rigging, h.Ap.489, Pi.N.4.70; ἔ. ἵππεια trappings, harness, ib.9.22, cf. P.4.235; ἔντη δίφρου harness, A.Pers.194 (but ἔντεα alone for chariots, Pi.O.4.24); ἔντεα αὐλῶν periphr. for αὐλοί, ib.7.12; also ἔντεα alone, musical instruments, Id.P.12.21; of the instruments of the Γάλλαι, Lyr.Adesp.121; ἔντεα Φοίβου Call.Ap. 19.—Ep. and Lyr. word, once in Trag. (v. supr.):—sg. ἔντος only in Archil.6.

German (Pape)

[Seite 854] τά, selten im sing. τὸ ἔντος, s. unten besonders (vgl. ἐντύνω), Rüstung, Alles, was zur Zurüstung gehört; die Wassen, die Waffenrüstung, besonders der Panzer u. überhaupt die Schutzwaffen; Aristarch leitete demgemäß das Wort von ἐν ab, ἔντεα ἀπὸ τοῦ ἐντὸς ἔχειν τὸν ἄνδρα, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 145; Iliad. 3, 339. 5, 220. 9, 596. 10, 34. 75. 407. 13, 640. 15, 343. 17, 162 Odyss. 19, 17. 23, 368; Ath. V, 193 c; Pind. Ol. 4, 24 u. sp. Ep.; – νηός, Schiffsgeräth, H. h. Apoll. 489; Pind. N. 4, 70; δαιτός, die Geräthschaften des Gastmahls, Od. 7, 232; ἔντη δίφρου, das Wagengeschirr, Aesch. Pers. 190, l. d.; ἵππεια, Pferdegeschirr, Pind. N. 9, 22, vgl. P. 4, 235; αὐλῶν ἔντεα πάμφωνα Ol. 7, 12; ohne Zusatz, σὺν ἔντεσι μιμήσαιτο γόον, mit dem Tonzeuge, P. 12, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντεα: -ων, τά, ὅπλα πολεμικά, πανοπλία, ἔντεα Ἀρήϊα Ἰλ. Κ. 407, Ὀδ. Ψ. 368· ἔντεα πατρὸς Τ. 17· ἰδίως θώραξ, ἀμφ’ ὤμοισι τιθέμενον ἔντεα καλὰ Ἰλ. Κ. 34· ποικίλα ὅπλα, παρὰ δ’ ἔντεα ποικίλα κεῖτο, ἀσπὶς καὶ δύο δοῦρε, φαεινή τε τρυφάλεια· πὰρ δὲ ζωστὴρ κεῖτο παναίολος αὐτόθι 75. ΙΙ. ὡς ἡ λέξις ὅπλα, σκεύη, ἔντεα δαιτὸς Ὀδ. Η. 232· ἔντεα νηός, σκεύη ἢ ὁπλίσματα νεώς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 489, Πινδ. Ν. 4. 115· ἔντεα ἵππεια, τὰ τῶν ἵππων σκεύη, αὐτόθι 9. 51, πρβλ. Π. 4. 417· ἔντη δίφρου Αἰσχύλ. Πέρσ. 194 (ἀλλὰ καὶ μόνον ἔντεα ἐπὶ ἁρμάτων, Πινδ. Ο. 4. 34)· ― ἔντεα αὐλῶν, περιφρ. ἀντὶ αὐλοί, αὐτόθι 7. 22· ἀλλ’ ὡσαύτως μόνον ἔντεα = μουσικὰ ὄργανα, ὁ αὐτ. Π. 12. 37· ἔντεα Φοίβου Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 19. ― Λέξις Ἐπικ. καὶ Λυρ., ἅπαξ ἀπαντῶσα παρὰ Τραγ. ποιητῇ, ἴδε ἀνωτ.: ― τὸ ἑνικὸν ἔντος ἀπαντᾷ μόνον παρ’ Ἀρχιλ. 5. ἐξ αὐτοῦ παράγονται τὸ ἐντύω καὶ ἐντύνω.

French (Bailly abrégé)

-η;
v. ἔντος.

English (Autenrieth)

pl.: harness, armor, weapons; esp. the breast-plate, Il. 3.339, Il. 10.34, ; ἔντεα ἀρήια, ‘fighting gear,’ Il. 10.407, Od. 23.368; of table-furniture, ἔντεα δαιτός, Od. 7.232.

Spanish (DGE)

v. ἔντος.

Greek Monolingual

ἔντεα, τα (σπάν. στον εν. έντος) (Α)
1. πολεμικά όπλα, πανοπλία («οἱ ἔντεα κεῑται ἀρήια», Ομ. Ιλ.)
2. θώρακας
3. σκεύη ή εξαρτήματα α) «ἔντεα ναός», Πίνδ.)
β. «ἔντεα δαιτός»)
4. μουσικά όργανα («σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έντεα στον ενικό απαντά μία μόνο φορά στον Αρχίλοχο. Αν το -τος του έντος (ή το -τυς του έντυς
βλ. εντύνω) θεωρηθεί επίθημα, τότε η λ. είναι δυνατόν να αναχθεί σε ρίζα sen- «ετοιμάζω, εκπονώ, αποπερατώνω», της οποίας η συνεσταλμένη βαθμίδα sn- απαντά στο ανύω και η απαθής στο αυθέντης].