εὐτράπελος
English (LSJ)
ον, (τρέπω)
A easily turning or changing, of the Athenians, Ael.VH5.13; nimble, of apes, Id.NA5.26; in earlier Gr. always metaph., λόγος εὐ. a dexterous, ready plea, Ar.V.469 (lyr.). Adv. -λως dexterously, readily, without awkwardness, Th.2.41. 2 of persons, ready with an answer or repartee, witty, Arist.EN1108a24, 1128a10; εὐ. παρὰ τὰς συνουσίας Plb.23.5.7; τίτθη εὐ. Jul.Or.7.227a: Sup., Plb.9.23.3. b in bad sense, jesting, ribald, Isoc.7.49; εὐτράπελόν ἐστι c. acc. et inf., it is ludicrous that... Plu.2.1062b. 3 tricky, dishonest, v.l. in Pi.P.4.105; εὐ. κέρδη time-serving arts, of flatterers, ib.1.92.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτράπελος: -ον, (τρέπω) εὐκόλως τρεπόμενος ἢ μεταβαλλόμενος, ἀγχίστροφος, ἐπὶ τῶν Ἀθηναίων, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13˙ εὐκίνητος, ἐλαφρός, ἐπὶ τῶν πιθήκων, ὁ αὐτ. π. Ζ. 5. 26˙ λόγος εὐτρ., δεξιός, ἕτοιμος λόγος πρὸς ὑπεράσπισιν, Ἀριστοφ. Σφ. 469˙ - Ἐπίρρ. -λως, δεξιῶς, ἑτοίμως, ἄνευ σκαιότητος ἢ δυσκολίας, Θουκ. 2. 41. 2) ἕτοιμος πρὸς ἀπάντησιν, εὐφυής, ὀξύς, ζωηρός, Λατ. urbanus, facetus, lepitus, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13 (ἔνθα ἡ εὐτραπελία εἶναι μέση μεταξὺ ἀγροικίας καὶ βωμολοχίας, πρβλ. 4. 8, 3)˙ εὐτρ. παρὰ τὰς συνουσίας Πολύβ. 24. 5, 7˙ ἀλλά, β) ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, = βωμολόχος, σκωπτικός, φλύαρος, ἀχρειολόγος, ὡς Ἰσοκρ. 149D, πρβλ. εὐτραπελία ἐν Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφεσ. ε΄. 4˙ εὐτράπελόν ἐστι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., εἶναι γελοῖον ὅτι...., Πλούτ. 2. 1062Β. 2) δόλιος, πανοῦργος, ἔπος εὐτράπελον, «εὐτράπελον δέ, ἀπαίδευτον, αἰσχρόν, ὃ ἐκτρέψαιτο ἄν τις» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 186˙ μὴ δολωθῇς, ὦ φίλος, εὐτραπέλοις κέρδεσσ’, μὴ ἀπατηθῇς, ὦ φίλε (Ἰέρων), ὑπὸ τῆς ἀπατηλῆς κολακείας καὶ φιλοκερδείας τῶν αὐλικῶν κολάκων, αὐτόθι 1. 178.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
litt. qui se tourne facilement :
I. souple, agile;
II. fig. 1 versatile;
2 souple d’esprit ; prompt aux réparties, d’humeur enjouée, qui plaisante agréablement ; en mauv. part moqueur, railleur : εὐτράπελόν ἐστι avec l’inf. PLUT c’est une moquerie de….
Étymologie: εὖ, τρέπω.
English (Slater)
εὐτράπελος, v. l. (P. 1.92), (P. 4.105) v. ἐντράπελος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐτράπελος, -ον Μ και εὐτράπηλος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος
2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα»)
νεοελλ.
1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) φαιδρός, αστείος («ευτράπελο διήγημα»)
2. (το ουδ, ως ουσ.) τo εὐτράπελο
η φαιδρότητα, η γελοιότητα
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ., τὸ εὐτράπελον
η ευτραπελία
2. ευκίνητος, επιδέξιος
αρχ.
1. (για τους Αθηναίους) αυτός που τρέπεται εύκολα, που μεταβάλλεται εύκολα, ο αγχίστροφος
2. (για πιθήκους) ευκίνητος, ελαφρός
3. (με κακή σημ.) βωμολόχος, φλύαρος, σκωπτικός
4. δόλιος, πανούργος
5. φρ. α) «λόγος εὐτράπελος» — εύστροφος, αυτός που γίνεται με ετοιμότητα για υπεράσπιση ή δικαιολογία ενέργειας ή αποφάσεως
β) «εὐτράπελα κέρδη» — η απατηλή κολακεία που γίνεται από αγάπη για το κέρδος («μὴ δολωθῇς εὐτραπέλοις κέρδεσσι», Πίνδ.).
επίρρ...
εὐτραπέλως (Α)
επιδέξια, με ετοιμότητα, χωρίς δυσκολία ή σκαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αοριστικό θ. τραπ- του ρ. τρέπω + επίθημα -λο- (κατά τα ευπέμπε-λος, ευτρόχα-λος).
ΠΑΡ. ευτραπελία
αρχ.
ευτραπελεύομαι, ευτραπελίζομαι].