ἰσόπαλος

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπᾰλος Medium diacritics: ἰσόπαλος Low diacritics: ισόπαλος Capitals: ΙΣΟΠΑΛΟΣ
Transliteration A: isópalos Transliteration B: isopalos Transliteration C: isopalos Beta Code: i)so/palos

English (LSJ)

ον,= foreg., Luc.Nav.36, D.C.40.42, Poll.3.149,5.157, Hsch.; prob. in Ibyc.14, X.Ages.2.9.

German (Pape)

[Seite 1265] dasselbe, Sp., wie D. Cazz. 40, 42, φάλαγγας ἰσοπάλο υς wird für ἰσομάλους Xen. Ages. 2, 9 geändert.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπᾰλος: -ον, = τῷ ἰσοπαλής, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 36, Δίων Κ. 40. 42, Πολυδ. Γ΄, 149, Ε΄, Ἡσύχ.· πρβλ. ἰσοκέφαλος, ἰσόμαχος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ισόπαλος, -ον)
ίσος με άλλον στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα
νεοελλ.
ισάξιος με άλλον, ισοδύναμος, εφάμιλλος.
επίρρ...
ισοπάλως και ισόπαλα (Α ἰσοπάλως)
με ισοπαλία, με ίση επίδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παλος (< πάλη), πρβλ. αντί-παλος, πρωτό-παλος].