μετρικός

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετρικός Medium diacritics: μετρικός Low diacritics: μετρικός Capitals: ΜΕΤΡΙΚΟΣ
Transliteration A: metrikós Transliteration B: metrikos Transliteration C: metrikos Beta Code: metriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A metrical, ῥυθμοί Arist.Rh.1409a7; οἱ μ. those learned in metres, Id.PA660a8; opp. οἱ ῥυθμικοί, D.H.Comp.17: τὰ -κά and ἡ -κή (sc. τέχνη) prosody, Arist.Po.1456b34, 38.    II by measure, opp. σταθμικός (by weight), Gal.13.417, etc.    III = μετριακός, PLond.5.1234.48 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 162] das Maaß betreffend, bes. zum Sylbenmaaße gehörig, metrisch; ὁ μετρικός, der sich auf das Sylbenmaaß versteht, Arist. p. an. 2, 16; ἡ μετρική, sc. τέχνη, die Metrik, Arist. poet. 20, 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ μέτρον, ῥυθμοὶ Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 5· ὁ μετρικός, ὁ ἔμπειρος εἰς τὴν μετρικὴν ἢ ἀσχολούμενος εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 15· τὰ μετρικὰ καὶ ἡ μετρικὴ (δηλ. τέχνη), ὁ αὐτ. π. Ποιητ. 20. 4, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la mesure des vers, métrique.
Étymologie: μέτρον.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μετρικός, -ή, -όν) μέτρον
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικός
αυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη μετρική, στα μέτρα της ποίησης («ποίας δὲ ταῡτα καὶ πόσας καὶ τίνας ἔχει διαφοράς, δεῑ πυνθάνεσθαι παρὰ τῶν μετρικῶν», Αριστοτ.)
3. το θηλ. ως ουσ. η μετρική
α) η προσωδία
β) η τέχνη της στιχουργίας, η οποία περιλαμβάνει, πρώτο, την προσωδία, δεύτερο, τη θεωρία που αναλύει τα είδη τών μέτρων, τους τρόπους κατά τους οποίους συμπλέκονται οι μακρές με τις βραχείες συλλαβές για να γίνουν οι μετρικοί πόδες, τους συνδυασμούς, και, τρίτο τη στροφική
4. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μέτρα, στις μονάδες μέτρησης ή αυτός που ορίζεται με μονάδες μέτρησης
5. φρ. «μετρικός πους» — η βασική μετρική μονάδα στην ποίηση
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέτρο ως μονάδα μέτρησης («μετρικό σύστημα» — το σύστημα μέτρων και σταθμών που έχει ως βάση του το μέτρο)
2. το θηλ. ως ουσ. α) η επιστήμη η οποία ερευνά τους στιχουργικούς κανόνες και νόμους και τα σχετικά με την εφαρμογή τους
β) το σύνολο τών νόμων και τών κανόνων οι οποίοι διέπουν την τέχνη της στιχουργίας
γ) τα μέτρα στα οποία έχει συντεθεί ένα ποίημα ή τα ποιήματα ενός ποιητή («η μετρική του ποιήματος είναι άψογη»)
2. φρ. α) «μετρική μονάδα» — μονάδα που λαμβάνεται ως βάση για τη μέτρηση ομοειδών αντικειμένων
β) «μετρική διασκέλιση» — η εξάπλωση του νοήματος ενός στίχου και στην αρχή του επομένου
γ) «νεοελληνική μετρική-στιχουργική» — η στιχουργική τέχνη του νεοελληνικού ομοιοκατάληκτου και ανομοιοκατάληκτου μετρικού στίχου
δ) «μετρικός τόννος» — ο τόννος που έχει μάζα 1.000 χιλιογράμμων
ε) μαθημ. «μετρική γεωμετρία» — γεωμετρία η οποια είναι προσκολλημένη στις αμετάβλητες ιδιότητες για την ομάδα τών μεταθέσεων και η οποία αποκαθιστά μετρικές σχέσεις, δηλ. σχέσεις μεταξύ γωνιών και αποστάσεων
αρχ.
1. μετριακός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μετρικά
η προσωδία.
επίρρ...
μετρικώς και -ά (Α μετρικῶς)
σύμφωνα με τους κανόνες της μετρικής, από μετρική άποψη.