μοχλεύω

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοχλεύω Medium diacritics: μοχλεύω Low diacritics: μοχλεύω Capitals: ΜΟΧΛΕΥΩ
Transliteration A: mochleúō Transliteration B: mochleuō Transliteration C: mochleyo Beta Code: moxleu/w

English (LSJ)

(μοχλός)

   A prise up, heave, or wrench by a lever, [στέγην] Hdt.2.175; θύρετρα, πέτρους, E.HF999, Cyc.240; πέτρας Pl.Com. 67; θύρας Antiph.195.6; μόχλευσιν μοχλῷ μ. Hp.Art.74:—Pass., Arist.Mech.853a38.    2 metaph., Porph.Chr.55:—in Med., contrive, 'engineer', μηδὲν μ. κατά τινων ἄδικον J.AJ5.1.16:—Pass., of disease, to be dislodged, removed, Aret.CD1.2.

German (Pape)

[Seite 212] mit dem Hebel fortbewegen, fortheben, θύρετρα, πέτρους, Eur. Herc. Fur. 999 Cycl. 239; übh. schwere Lasten heben u. fortbewegen, Her. 1, 175 u. in sp. Prosa, wie Plut. Demetr. 40; auch übertr., wie moliri, unternehmen, im med., Ioseph. – Bei den Medic. = mit der Hebemaschine einrenken; aber Plut. Symp. 3, 6, 2 scheint es = ausrenken zu sein. – Auch = μοχλόω.

Greek (Liddell-Scott)

μοχλεύω: (μοχλὸς) ἀναμοχλεύω, ἀνυψώνω ἢ μετακινῶ διὰ μοχλοῦ τὴν στέγην Ἡρόδ. 2. 175· θύρετρα, πέτρους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 999, Κύκλ. 240· θύραν Ἀντιφ. ἐν «Προγ.» 1. 6 μοχλεύειν μόχλευσιν μοχλῷ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836· - Μέσ., ἀναλαμβάνω, τι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 16. ΙΙ. = μοχλόω, Ἰω. Χρυσ.

French (Bailly abrégé)

remuer ou déplacer avec un levier.
Étymologie: μοχλός.

Greek Monolingual

(ΑΜ μοχλεύω, Α ιων. και επικ. τ. μοχλέω) μοχλός
μετακινώ, μετατοπίζω ή ανυψώνω κάτι με τη βοήθεια μοχλού
νεοελλ.-μσν.
μτφ. αναμοχλεύω, αναζωπυρώνω
μσν.-αρχ.
μτφ. μηχανορραφώ, υποκινώ, προξενώ
αρχ.
κλείνω, μανταλώνω, αμπαρώνω.