οἶτος

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶτος Medium diacritics: οἶτος Low diacritics: οίτος Capitals: ΟΙΤΟΣ
Transliteration A: oîtos Transliteration B: oitos Transliteration C: oitos Beta Code: oi)=tos

English (LSJ)

ὁ,

   A fate, doom, usu. in a bad sense, κακὸς οἶ. Il.8.34, Od.1.350, al.; σὺ δέ κεν κακὸν οἶ. ὄληαι Il.3.417 ; ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶ. ἔχουσα 9.563 ; καλὰ τὸν οἶ. ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες 24.388 ; κατὰ κόσμον Ἀχαιῶν οἶ. ἀείδεις Od.8.489 ; Δαναῶν ἰδὲ Ἰλίου οἶ. ἀκούων ib.578 ; but simply, lot, τὸν τῆς μελίσσης οἶ. ἔχειν Democr.227.—Ep. word, used in lyr. by S.El.167, E.IT1091 (dub. l.). (Prob. from εἶμι ibo.)

German (Pape)

[Seite 313] ὁ (entweder von οἴ; verwandt mit οἶκτος, od. von οιω, οἴσω, das Gebrachte, wie fors von fero), Loos, G efchi ck; bei Hom. stets unglückliches G., Unglück; Ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶτον ἔχουσα, Il. 9, 563; τὸν οἶτον ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες, 24, 388; Od. 1, 350; oft mit κακός verbunden, οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται Il. 8, 34, σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι 3, 417, einen schlimmen Tod sterben, πολέες κακὸν οἶτον ἐπέσπον Od. 3, 134; τὸν ἀνήνυτον οἶτον ἔχουσα κακῶν Soph. El. 163; ἔλεγον οἶτον ἀείδεις, Eur. I. T. 1091; einzeln bei sp. D., wie Callim. Lav. Pall. 94.

Greek (Liddell-Scott)

οἶτος: ὁ, μοῖρα, μόρος, θάνατος, συμφορά, ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὸς οἶτος, Ἰλ. Θ. 34, Ὀδ. Α. 350, κ. ἀλλ.· κακὸν οἶτον ἀπόλλυσθαι, ἀποθνήσκειν κακόν, θλιβερὸν θάνατον, Ἰλ. Γ. 417 καὶ ἄνευ ἐπιθέτου, ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶτον ἔχουσα, τὴν συμφοράν, Ι. 563 (559)· καλὰ τὸν οἶτον ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες Ω. 388· κατὰ κόσμον Ἀχαιῶν οἶτον ἀείδεις Ὀδ. Θ. 489· Δαναοῦ ἤδ’ Ἰλίου οἶτον ἀκούων αὐτόθι 578. - Ἀρχαία Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. ἐν Ἀντ. 858, Ἠλ. 167, Εὐρ. Ι. Τ. 1091 (ἐν λυρικοῖς χωρίοις), Συλλ. Ἐπιγρ. 4708. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ εἶμι, ἴδε ἐν λέξ. εἶμι).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sort, destin ; particul. sort funeste, malheur, infortune.
Étymologie: οἴσω, fut. de φέρω ; cf. lat. fors de fero.

English (Autenrieth)

fate, mostly in bad sense, and usually with κακός. Without κακός, Il. 9.563, Ω 3, Od. 8.489, 578.

Greek Monolingual

οἶτος, ὁ (Α)
(επικ. τ.)
1. πεπρωμένο, συμφορά, θάνατος («οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται», Ομ. Ιλ.)
2. τύχη, μοίρα..
[ΕΤΥΜΟΛ. Δύο απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. της λ. οἶτος. Κατά μία άποψη, η λ. θεωρείται παράγωγο του εἶμι «έρχομαι» με επίθημα -το- αναγόμενο στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας ei- (βλ. είμι), πρβλ. φόρτος, χόρτος. Η λ. οἶτος αντιστοιχεί ακριβώς με τα ονόματα της Κελτικής και Γερμανικής με σημ. «όρκος» (πρβλ. αρχ. ιρλδ. oeth, γοτθ. aips, γερμ. Eid, αγγλοσαξ. oath) με τη σημ. της πορείας προς τον τόπο της ορκωμοσίας. Η ελλ. λ. οἶτος πιθανόν να σήμαινε αρχικά «πορεία του ανθρώπου στον δρόμο που χαράζει το πεπρωμένο του», απ' όπου και προήλθε η σημ. «μοίρα, πεπρωμένο». Κατ' άλλη άποψη, η λ. οἶτος συνδέεται με τη λ. αἶσα «μοίρα» (πρβλ. αβεστ. aēta-), άποψη που προσκρούει σε αξεπέραστες μορφολογικές δυσχέρειες, όπως είναι η εναλλαγή τών θ. οι- και αι- στους δύο τύπους. Η λ. οἶτος, πάντως, προς δήλωση του πεπρωμένου δεν είναι τόσο εύχρηστη όσο οι άλλες δύο συνώνυμες λ. μοῖρα και αἶσα].