σιρός

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιρός Medium diacritics: σιρός Low diacritics: σιρός Capitals: ΣΙΡΟΣ
Transliteration A: sirós Transliteration B: siros Transliteration C: siros Beta Code: siro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pit for keeping corn in, IG12.76.10, S.Fr.276, E.Fr.827, Anaxandr.41.28 (anap.), D.8.45, 10.16, PLond.2.216.11 (i A.D.).    II pitfall, Longus 1.11. [ῐ, E.l.c., Anaxandr. l.c., Eratosth.35.4, ῑ in Xenoph.(?) 41 D.: later written σειρός, D.S.19.44, 2 Ep.Pet.2.4, PLeid.X.50 B. (iii/iv A.D.).]

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, auch σειρός geschrieben, die Grube, bes. um Getreide darin aufzubewahren; Eur. Phrix. 4, ὀλυρῶν τῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς, Dem. 8, 45, vgl. 10, 16; βολβῶν, Anaxandr. b. Ath. IV, 131 (v. 28); auch Wolfsgrube, lat. sirus. – [Eratosth. ep. 3 hat ι kurz, aber im gemeinen Leben nach Draco p. 81, 25 lang.]

Greek (Liddell-Scott)

σιρός: ὁ βόθροςδοχεῖον ἐν ᾧ τηρεῖται σῖτος, Εὐρ. Ἀποσπ. 824, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 28, Δημ. 100 ἐν τέλ. ΙΙ. βόθρος, παγίς, Λατ. sirus, Λόγγ. 1. 11, Ἡσύχ. [ῐ Ἀναξανδρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., Ἀνθ. Π. παράρτημ. 25· ἀλλ’ ἐν τῇ κοινῇ γλώσσῃ ῑ, Δράκων σ. 81, ὅθεντύπος σειρός].

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 vase pour conserver le blé;
2 silo ; p. ext. fosse, cave.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α
κοιλότητα στο έδαφος, ή μεγάλο δοχείο ή κτίσμα για την αποθήκευση καρπών και, ιδίως, σιτηρών
νεοελλ.
τεχνολ. αεροστεγής κυλινδρική ή πρισματική αποθήκη για την αποθήκευση και συντήρηση σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών, που διακρίνεται ανάλογα με τη χρήση της, το είδος τών φυλασσόμενων προϊόντων και τον τρόπο κατασκευής της, αλλ. σιλό (α. «σιρός σιτηρών» β. «σιρός χορτονομής» γ. «σιρός για ρίζες και βολβούς»)
αρχ.
λακκούβα, παγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].