κορδύλη
English (LSJ)
[ῡ, cf. Lat.
A cordȳla, Mart.3.2.4, al.: κορδύλα EM485.39], ἡ, club, cudgel, Hsch. 2 bump, swelling, Semon.35, EM310.49. II wrapping for the head, head-dress, in Cyprian, Sch.Ar. Nu.10, EM310.51. III = σκορδύλη, Str.12.3.19; κορύδῡλις [ρῠ] in Numen. ap. Ath.7.304e.
Greek (Liddell-Scott)
κορδύλη: ῠ, ἡ, κορύνη, ῥόπαλον, Ἡσύχ.· ― ὡσαύτως, ὅμοιον τῷ τύλη, οἴδημα, ὄγκωμα, Λατ. tuber, tumor, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 10, Ἐτυμολ. Μέγ. 310. 50. ΙΙ. κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κεφαλόδεσμος, ἐν τῇ Κυπριακῇ διαλέκτῳ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 10, Ἐτυμολ. Μέγ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὅθεν ἐγκεκορδυλημένος παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. = σκορδύλη, Στράβ. 549, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 120F· κορύδυλις Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 306C.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
bosse.
Étymologie: DELG origine obscure.
Greek Monolingual
κορδύλη και κορδύλα και κορύδυλις, ἡ (Α)
1. ρόπαλο, κορύνη
2. οίδημα, όγκωμα, πρήξιμο
3. (στους Κυπρίους) κάλυμμα του κεφαλιού, καλύπτρα, κεφαλόδεσμος
4. είδος του ψαριού τον(ν)ος, σκορδύλη («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ θύννης καὶ αὐτῆς τῆς πηλαμύδος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κραδάω δεν φαίνεται να δικαιολογείται σημασιολογικά. Έχει θεωρηθεί επίσης προϊόν συμφυρμού τών κόνδυλος και κόρυς ή κορυφή ή κόρση. Η κατάλ. -ύλη ανήκει στην καθομιλουμένη γλώσσα (πρβλ. κανθ-ύλη, σχενδ-ύλη).
ΠΑΡ. αρχ. κορδύλειος, κορδύλος.
ΣΥΝΘ. αρχ. κορδυβαλλώδης (βλ.λ.)
νεοελλ.
κορδύλουρος, κορδυλοφόρος].