ἀνυπέρβλητος

From LSJ
Revision as of 21:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπέρβλητος Medium diacritics: ἀνυπέρβλητος Low diacritics: ανυπέρβλητος Capitals: ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anypérblētos Transliteration B: anyperblētos Transliteration C: anypervlitos Beta Code: a)nupe/rblhtos

English (LSJ)

ον,

   A not to be surpassed or outdone, φιλία X.Cyr.8.7.15; ἀρετή Isoc.4.71; φιλοτιμία D.2.18; εὔνοια Lycurg.101; ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5; τάχη Epicur.Ep.1p.10U. Adv. -τως Arist. Rh.1370b31, Pyth.Sim.144.    2 persistent, obstinate, of disease, Gal.13.61.

German (Pape)

[Seite 266] unübertrefflich. unüberwindlich, φιλία Xen. Cyr. 8, 7, 15; ἀρετή Isocr. 4, 71; φιλοτιμία Dem. 2, 18; εἰς πονηρίαν Antiphan. Ath. III, 108 e; οὖρος ib. XII, 543 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπέρβλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπερβάλῃ, δηλ. νὰ ὑπερβῇ ἢ νὰ ὑπερνικήσῃ, οὕτως ἀεὶ ἀνυπέρβλητος ἔσται ἡ ὑμετέρα φιλία Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15, Δημ. 23. 11, Λυκοῦργ. 161. 37· ἄνθρωπος ἀνυπέρβλητος εἰς πονηρίαν Ἀντιφ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut surpasser.
Étymologie: ἀ, ὑπερβάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1imposible de superar, insuperable de pers. ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5, ἀ. τὴν δύναμιν I.AI 11.44
de abstr. φύσις Hp.Acut.(Sp.) 48, Isoc.9.59, δύναμις Pl.Def.412b, φιλία X.Cyr.8.7.15, ἀρετή Isoc.4.71, φιλοτιμία D.2.18, D.S.13.56, εὔνοια Lycurg.101, πληγή Men.Sam.215, τάχη Epicur.Ep.[2] 47, ἀπειρία Plb.16.18.3, ὑπεροχὴ ... τῆς ... δυναστείας ἀ. Plb.1.2.7, γῆθος Plu.2.1091b, θρησκεία I.BI 2.198, τελειότης 1Ep.Clem.53.5, μέγεθος ἀρετᾶς Diotog.2, δόξα PMag.4.1201
subst. τὸ τῆς πίστεως ἀ. la imposibilidad de vencer a la fe Hippol.Dan.2.24.4.
2 persistente ἐπισταγμοί Gal.13.61.
II adv. -ως de manera insuperable ἀ. ὀργίζεσθαι Pythag.Sim.144, λυπεῖσθαι ἀ. Arist.Rh.1370b31, τελείως καὶ ἀ. γίνεται υἱὸς Θεοῦ Origenes Io.20.34 (p.372).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνυπέρβλητος, -ον)
1. αξεπέραστος
2
απαράμιλλος, ακατανίκητος.

Greek Monotonic

ἀνυπέρβλητος: -ον (ὑπερβάλλω), αυτός που δεν έχει υπερβληθεί ή υπερνικηθεί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -τως, σε Αριστ.