ἱππαρχία
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ἡ,
A office of ἵππαρχος, X.Ath.1.3 (pl.); of the magister equitum, D.C. Fr.36.26, Lyd.Mag.2.13. II a squadron of horse such as he commands, Plb.10.23.4, D.S.17.57, Str.17.1.12, Plu.Eum.7, Arr.An. 1.24.3; consisting of 512 men, Ascl.Tact.7.11, etc.
German (Pape)
[Seite 1257] ἡ, Würde des ἵππαρχος, Xen. Ath. 1, 3; -eine größere Reiterabtheilung, ein Regiment, nach Ael. 512 Mann, Pol. 10, 21, 4 D. Sic. 17, 57.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱππάρχου, Ξεν. Ἀθ. 1, 3. ΙΙ. σῶμα ἱππικοῦ διοικούμενον ὑπὸ τοῦ ἱππάρχου, Πολύβ. 10. 23, 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 commandement d’un corps de cavalerie;
2 régiment de cavalerie (de 512 hommes).
Étymologie: ἵππαρχος.
Greek Monolingual
η (Α ἱππαρχία) ίππαρχος
νεοελλ.
παλαιότερη ονομασία συντάγματος ιππικού
αρχ.
1. το αξίωμα του ιππάρχου
2. σώμα ιππικού διοικούμενο από ίππαρχο.
Greek Monotonic
ἱππαρχία: ἡ, αξίωμα του ἱππάρχου, σε Ξεν.