προμήθεια

From LSJ
Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμήθεια Medium diacritics: προμήθεια Low diacritics: προμήθεια Capitals: ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ
Transliteration A: promḗtheia Transliteration B: promētheia Transliteration C: promitheia Beta Code: promh/qeia

English (LSJ)

Dor. προ-μάθεια [μᾱ], Ion. προμηθίη, in Trag. προμηθία (v. sub fin.):—

   A foresight, forethought, σοφὸν ἡ προμηθίη Hdt.3.36, cf. Pi.N.11.46, I.1.40, Th.4.62, al.; προμηθίαν λαβεῖν A.Supp.178, cf. E.Hec.795; πολλὴν προμήθειαν ποιεῖσθαι Pl.Min.318e; ἐν πολλῇ προμηθίῃ ἔχειν τινά to hold in great consideration, Hdt.1.88; προμηθείην ἔχειν τινός Xenoph.1.24, cf. E.Alc.1054, Pl.Grg.501b; ἔχειν τὴν ὑπὲρ τῆς ψυχῆς π. Id.R.441e: with reference to Prometheus, Luc.Prom.Es1. [προμηθία is required by the metre in S.El.990, OC 332, 1043, Frr.302.2,950.3, E.Med.741, Hec.1137, Ph.1466, Andr. 690, IT1202, and is admissible in A.Supp.178, S.El.1036, 1350, Ph.557, E.Alc.1054, Ion448, whereas προμήθεια is never required.]

German (Pape)

[Seite 734] ion. προμηθίη, ἡ, Vorsicht, Klugheit; προμάθειαν φέρει νόῳ, Pind. I. 1, 40; Her. 3, 36; ἐν πολλῇ προμηθίῃ ἔχειν τινά, Einen mit vieler Rücksicht, Achtung behandeln, 1, 88, προμήθειαν λαβεῖν, Aesch. Suppl. 175; προμήθ ειάν τινα ἔχοντες τοῦ βελτίστου περὶ τὴν τέχνην, Plat. Gorg. 501 b, vgl. Rep. IV, 441 e.

Greek (Liddell-Scott)

προμήθεια: Δωρ. -μάθεια, Ἰων. προμηθίη, παρ’ Ἀττικ. ποιηταῖς προμηθία (ἴδε ἐν τέλει): ― πρόβλεψις, πρόνοια, ἀγαθὸν ἡ προμηθίη Ἡρόδ. 3. 36, πρβλ. Πινδ. Ν. 11. 60, Ι. 5, 57· προμηθίαν λαβεῖν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 177, Εὐρ. Ἑκάβ. 795· πολλὴν προμήθειαν ποιεῖσθαι Πλάτ. Μίν. 318Ε· ἐν πολλῇ προμηθίῃ ἔχω τινά, ἔχω ἐν μεγάλῃ ὑπολήψει, σέβομαι, ἐκτιμῶ, Ἡρόδ. 1. 88· προμηθίαν ἔχειν τινὸς Ξενοφάν. 1. 24, Εὐρ. Ἄλκ. 1054, Πλάτ. Γοργ. 501Β· προμήθειαν ἔχειν ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 441Ε· παύειν τινὰ τῆς προμηθείας Ἀντιφῶν 118. 15· ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸν Προμηθέα, Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγοις 1. [Ὁ τύπος προμηθία ἀποκαθίσταται νῦν ἐν ἅπασι τοῖς χωρίοις τῶν Τραγικῶν, ἀφ’ οὗ τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ τὸν τοιοῦτον τύπον ἐν Σοφ. Ἠλ. 990, Ο. Κ. 332, 1043, Ἀποσπ. 688, Εὐρ. Μήδ. 741, Ἑκάβ. 1137, Φοιν. 1465, Ἀνδρ. 690, Ι. Τ. 1202, δύναται δὲ νὰ γραφῇ καὶ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 177, Σοφ. Ἠλ. 1036, 1350, Φιλ. 557, Εὐρ. Ἀλκ. 1054, Ἴωνι 448, ἐν ᾧ ὁ τύπος προμήθεια οὐδαμοῦ ἀπαιτεῖται· ― τὸ προμηθία ἀπαντᾷ συνηθέστατα καὶ ὡς διάφ. γραφ. ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν πεζογράφων, οἷον Πλάτ. Γοργ. 501Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 prévenance, égards, soins empressés;
2 prudence, prévoyance.
Étymologie: προμηθής.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προμάθεια, και ιων. τ. προμηθίη και σε τραγωδ. προμηθία, Α προμηθής
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προμηθεύω, ο εφοδιασμός («οι απαραίτητες προμήθειες για την εκδρομή έγιναν»)
2. αυτό που προμηθεύεται κανείς, το αποθηκευμένο υλικό
3. η αμοιβή που καταβάλλεται σε νομικά ή σε φυσικά πρόσωπα, όπως μεσίτες, εμπορικούς αντιπροσώπους, τράπεζες για εμπορικής φύσεως διαμεσολάβησή τους
4. φρ. «κρατικές προμήθειες» — οι αγορές υλικών που πραγματοποιεί το δημόσιο για την κάλυψη τών αναγκών τών υπηρεσιών του σε αναλώσιμα προϊόντα, οι οποίες γίνονται με το σύστημα τών μειοδοτικών διαγωνισμών που προκηρύσσει η ειδική Υπηρεσία Κρατικών Προμηθειών του υπουργείου Εμπορίου
αρχ.
1. πρόβλεψη, πρόνοια («ἀγαθόν τι πρόνοον εἶναι, σοφὸν δὲ ἡ προμηθίη», Ηρόδ.)
2. φρ. «ἐν πολλῇ προμηθείᾳ, ἔχω τινά» — έχω κάποιον σε μεγάλη υπόληψη, εκτιμώ κάποιον πολύ.

Greek Monotonic

προμήθεια: Δωρ. -μάθεια, Ιων. προμηθίη, σε Αττ. ποιητές προμηθία· (προμηθήςπρόβλεψη, πρόνοια, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ἐν προμηθίῃ ἔχειν τινά, έχω σε μεγάλη υπόληψη, σε Ηρόδ.· προμηθίαν ἔχειν τινός, σε Ευρ., Πλάτ.